-
1 ἐπι-στροφή
ἐπι-στροφή, ἡ, 1) das Umkehren, Herumdrehen, Sp., wie Plut. Al. 25. – 2) gew. vom med., – a) das sich Herumdrehen, die Drehung, Wendung, τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Plat. Rep. X, 620 e; δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί, das Umwenden auf der Flucht zum neuen Angriff, Soph. O. C. 1049; u. so öfter von den Bewegungen u. Schwenkungen des Heeres, Thuc. 2, 90, Pol. 10, 21, 3; ἐξ ἐπιστροφῆς, 1, 76, 5 u. öfter; vgl. Plut. Tim. 27; Hippocr. οἱ ἐξ ἐπιστροφῆς παϑόντες, vom Rückfall der Krankheit; dah. μυρίων γ' ἐπιστροφαὶ κακῶν Soph. O. C. 542, der immer wiederkehrende Andrang des Unglücks; die Wendung der Dinge, Thuc. 3, 71; dah. auch Ausgang, Ende, τοιαύτην ἔσχε τὴν ἐπιστροφήν Pol. 22, 15, 15. – b) das sich wohin Kehren, die Einkehr, auch der Ort selbst, wo man einkehrt, πόλιν ἕξει πατρῴων δωμάτων τ' ἐπιστροφάς Aesch. Spt. 630; ξενοτίμους ἐπιστροφὰς δωμάτων Eum. 518, vgl. frg. 234; οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί, die sich hier nicht aufhalten dürfen, Eur. Hel. 440. Und übtr., Aufmerksamkeit, Beachtung, πρὸ τοῠ ϑανόντος τήνδ' ἔϑεσϑ' ἐπιστροφήν Soph. O. R. 134, für den Todten Sorge tragen; ἴσασι πάντες ὧν ἐπιστροφή τις ἦν Eur. I. T. 671; ἄξιον ἔδοξε ἐπιστροφῆς εἶναι, beachtenswerth, schien Ueberlegung zu verdienen, Xen. Hell. 5, 2, 9; οὐδεμίαν ἐποιεῖσϑε ἐπιστρ. Dem. 12, 1 (ep. Phil.); Folgde, wie Pol. 5, 93, 9; vgl. noch Dem. 19, 306 ἐὰν ἐπιστροφὴν ἡ πόλις ποιήσηται καὶ πρέσβεις πέμψῃ, δίκην ἐκεῖνοι δώσουσι; περί τινος, Hierocl. Stob. fl. 85, 21; ἐπιστροφὴν ἔχειν τινός Sext. Emp. adv. math. 1, 54; Plut.; – woran sich die Bdtg Ahndung, Strafe schließt, wie Pol. 4, 4, 4, der ἐπιστροφῆς καὶ κολάσεως ἄξιον 27, 17, 7 vrbdt. – Bei Philostr. u. Rhett. τοῦ λόγου, das Angespannte, Kernhafte des Styls. Vgl. ἐπιστρεφής.
-
2 ἐπιστροφή
ἐπι-στροφή, ἡ, (1) das Umkehren, Herumdrehen. (2) (a) das sich Herumdrehen, die Drehung, Wendung; δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί, das Umwenden auf der Flucht zum neuen Angriff; öfter von den Bewegungen u. Schwenkungen des Heeres; οἱ ἐξ ἐπιστροφῆς παϑόντες, vom Rückfall der Krankheit; dah. μυρίων γ' ἐπιστροφαὶ κακῶν, der immer wiederkehrende Andrang des Unglücks; die Wendung der Dinge; dah. auch Ausgang, Ende. (b) das sich wohin Kehren, die Einkehr, auch der Ort selbst, wo man einkehrt; οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί, die sich hier nicht aufhalten dürfen. Und übtr., Aufmerksamkeit, Beachtung, πρὸ τοῠ ϑανόντος τήνδ' ἔϑεσϑ' ἐπιστροφήν, für den Toten Sorge tragen; ἄξιον ἔδοξε ἐπιστροφῆς εἶναι, beachtenswert, schien Überlegung zu verdienen; Ahndung, Strafe. Rhett. τοῦ λόγου, das Angespannte, Kernhafte des Stils -
3 ὀπιδνός
ὀπιδνός, geschen't, gefürchtet, ἥτε (Στύξ) ϑεοῖσι ῥιγίστη πάντεσσιν ὀπιδνοτάτη τε πέλεται, Ap. Rh. 2, 292, Schol. ἐπιστροφῆς ἀξία.
См. также в других словарях:
ἐπιστροφῆς — ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc nom pl ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc nom/voc pl ἐπιστροφή turning about fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
обращениѥ — ОБРАЩЕНИ|Ѥ (110), ˫А с. 1.Перемещение, круговорот: обращениѥ тако же д҃шамъ въ тѣлеса. до дробьнааго живота. (μεταγγισμόν) КЕ XII, 251а; пища и питье. животу дѣиство. и строенье тѣломъ едино. и обращенье житью ГБ XIV, 98в; ре(ч) бо ап(с)лъ миръ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek