Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξαπατήσας

См. также в других словарях:

  • ἐξαπατήσας — ἐξαπατήσᾱς , ἐξαπατάω deceive aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐξαπατήσᾱς , ἐξαπατάω deceive aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενώ — όω, Α [φρήν, φρενός] 1. καθιστώ κάποιον σώφρονα, σωφρονίζω («φρενώσω δ οὐκέτ ἐξ αἰνιγμάτων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φρενώσας παραλογισάμενος έξαπατήσας» 3. παθ. φρενοῡμαι, όομαι είμαι περήφανος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεφρενωμένος, η, ον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»