-
1 εξίτηλος
-
2 ἐξίτηλος
-
3 εξιτηλος
21) линяющий, блекнущий, тускнеющий(πορφυρίς Xen.)
2) потерявший силу, утративший всхожесть(σπέρμα Plat.)
3) угасший, вымерший(γένος Her.)
4) иссякший, исчезнувший(αἷμα δαιμόνων Aesch. ap. Plat.)
τὸν φόβον τινὸς ἐξίτηλον ποιεῖν Plut. — уничтожить страх перед чем-л.5) забытый(συμφοραί Isocr.)
τῷ χρόνῳ ἐξίτηλον γενέσθαι Her. — прийти в забвение с течением времени -
4 ἐξίτηλος
A going out: hence, losing colour, fading, evanescent,πορφυρίδες ἐξίτηλοι X.Oec.10.3
; of paintings, faded,ἐ. ὑπὸ τοῦ χρόνου Paus.10.38.9
, cf. Poll.1.44;γράμματα Id.5.150
.2 metaph., ἐ. τροφή food that has lost its properties during assimilation, Hp.Alim.4; so of seed sown in alien soil, Pl.R. 497b; of a drug or wine that has lost its power, Phylarch.10J., Dsc.5.6; ἐ. γενέσθαι, of a family, to become extinct, Hdt.5.39; οὔπω σφιν ἐ. αἷμα δαιμόνων is not yet extinct, A.Fr.162.4, cf. Pl.Criti. 121a; ἐξιτήλου ἐόντος where attenuation takes place, Hp.Praec.9; of acts, extinct, obsolete,τῷ χρόνῳ ἐ. Hdt.Prooem.
, cf. Isoc.5.60,7.47, Plu.2.68b, Max.Tyr.16.2, etc.;τρίχας ἐ. ποιεῖν
eradicate,Dsc.
2.76.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξίτηλος
-
5 εξίτηλος
ος, ον1) стирающийся (о красках, картинах); 2) поблекший, потускневший, выцветший; стёршийся;εξίτηλος οι γραφαί — стёршиеся надписи
-
6 ἐξίτηλος
ἐξ-ίτηλος, leicht ausgehend, bes. von der Farbe: verschießend, verblassend, πορφυρίδες, von unechten Purpurkleidern, im Ggstz von ἀληϑινός; übh. verschwindend, vergänglich, τροφή, nicht kräftige Nahrung; σπέρμα, der seine Natur u. Kraft verliert; ἐξίτηλον γίγνεσϑαι, vergehen, verschwinden; ὥστε μηδέπω νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς, das Unglück ist noch nicht vergessen; ἐξίτηλον ποιεῖν, vernichten, vertilgen -
7 εξιτηλότατα
-
8 ἐξιτηλότατα
-
9 εξιτηλότατον
ἐξίτηλοςgoing out: masc acc superl sgἐξίτηλοςgoing out: neut nom /voc /acc superl sg -
10 ἐξιτηλότατον
ἐξίτηλοςgoing out: masc acc superl sgἐξίτηλοςgoing out: neut nom /voc /acc superl sg -
11 εξιτήλως
-
12 ἐξιτήλως
-
13 εξίτηλον
-
14 ἐξίτηλον
-
15 Disappear
v. intrans.P. and V. ἀφανίζεσθαι, ἐξίτηλος εἶναι, ἐξίτηλος γίγνεσθαι, ἀφανής εἶναι, ἀφανὴς γίγνεσθαι, Ar. and V. ἔρρειν (rare P.), V. ἄφαντος ἔρρειν.To have disappeared: P. and V. οἴχεσθαι, V. ἄφαντος οἴχεσθαι.Run away: Ar. and P. ἀποδιδράσκειν.Fly: P. and V. φεύγειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disappear
-
16 Vanish
v. intrans.P. and V. ἀφανίζεσθαι, ἐξίτηλος εἶναι, ἐξίτηλος γίγνεσθαι, ἀφανὴς εἶναι, ἀφανὴς γίγνεσθαι, Ar. and V. ἔρρειν (rare P.), V. ἄφαντος ἔρρειν; see also, melt.To have vanished: P. and V. οἴχεσθαι, V. ἄφαντος οἴχεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vanish
-
17 ἴτηλος
ἴτηλος, soll Aesch. frg. 32 für ἔμμονος gebraucht haben, von VLL. οὐκ ἐξίτηλος erkl., standhaft.
-
18 δυσεξιτηλος
-
19 εγχρονιζω
1) проводить много времени(τινί Polyb.)
; pass. стареть, старитьсяτὸ ἐγχρονισθὲν νόσημα Plat. — застарелая болезнь2) медлить, запаздывать(αἱ νῆες οὐχ ἦκον, ἀλλὰ ἐνεχρόνιζον Thuc.)
-
20 εξιτηλοτέραν
См. также в других словарях:
ἐξίτηλος — going out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… … Dictionary of Greek
εξίτηλος — η, ο 1. (για χρώματα ή γραφές), που εύκολα σβήνεται, που μπορεί να χάσει το χρώμα του. 2. σβησμένος, ξέθωρος, ξεθωριασμένος. 3. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, παροδικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξιτηλότατα — ἐξίτηλος going out adverbial superl ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηλότατον — ἐξίτηλος going out masc acc superl sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλως — ἐξίτηλος going out adverbial ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξίτηλον — ἐξίτηλος going out masc/fem acc sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηλότερα — ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλοις — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλου — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλους — ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)