-
1 ἴτηλος
ἴτηλος, soll Aesch. frg. 32 für ἔμμονος gebraucht haben, von VLL. οὐκ ἐξίτηλος erkl., standhaft.
-
2 ιτηλος
-
3 ἴτηλος
-
4 δυς-εξ-ίτηλος
δυς-εξ-ίτηλος, schwer auszutilgen, unvergänglich; Strab. XI p. 516; Plut. Symp. 6, 9, 3.
-
5 ἀν-εξ-ίτηλος
ἀν-εξ-ίτηλος, unvergänglich, Poll. 1, 44.
-
6 ἐξ-ίτηλος
ἐξ-ίτηλος, leicht ausgehend, bes. von der Farbe, verschießend, verblassend, πορφυρίδες, von unächten Purpurkleidern, Xen. Oec. 10, 3, im Ggstz von ἀληϑινός; übh. verschwindend, vergänglich, τροφή, nicht kräftige Nahrung, Hippocr.; σπέρμα, der seine Natur u. Kraft verliert, Plat. Rep. VI, 497 b; φάρμακον, Ath.; – ἐξίτηλον γίγνεσϑαι, vergehen, verschwinden, γένος Her. 5, 39; ἡ τοῦ ϑεοῦ μοῖρα ἐξ. ἐγένετο ἐν αὐτοῖς Plat. Critia. 121 a; vgl. Aesch. frg. in Plat. Rep. III, 391 e; ὥστε μηδέπω νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς, das Unglück ist noch nicht vergessen, Isocr. 5, 60; Sp. ἐξίτηλον ποιεῖν, vernichten, vertilgen, Diosc.
-
7 ίτηλον
-
8 ἴτηλον
-
9 εξιτηλος
21) линяющий, блекнущий, тускнеющий(πορφυρίς Xen.)
2) потерявший силу, утративший всхожесть(σπέρμα Plat.)
3) угасший, вымерший(γένος Her.)
4) иссякший, исчезнувший(αἷμα δαιμόνων Aesch. ap. Plat.)
τὸν φόβον τινὸς ἐξίτηλον ποιεῖν Plut. — уничтожить страх перед чем-л.5) забытый(συμφοραί Isocr.)
τῷ χρόνῳ ἐξίτηλον γενέσθαι Her. — прийти в забвение с течением времени -
10 δυσεξίτηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεξίτηλος
-
11 ἀνεξίτηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεξίτηλος
-
12 ἀνεξίτηλος
-
13 δυςεξίτηλος
δυς-εξ-ίτηλος, schwer auszutilgen, unvergänglich -
14 ἐξίτηλος
ἐξ-ίτηλος, leicht ausgehend, bes. von der Farbe: verschießend, verblassend, πορφυρίδες, von unechten Purpurkleidern, im Ggstz von ἀληϑινός; übh. verschwindend, vergänglich, τροφή, nicht kräftige Nahrung; σπέρμα, der seine Natur u. Kraft verliert; ἐξίτηλον γίγνεσϑαι, vergehen, verschwinden; ὥστε μηδέπω νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς, das Unglück ist noch nicht vergessen; ἐξίτηλον ποιεῖν, vernichten, vertilgen
См. также в других словарях:
ίτηλος — ἴτηλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔμμονος, ούκ ἐξίτηλος» ανεξίτηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τη λ. ἐξίτηλος*] … Dictionary of Greek
ἴτηλον — ἴτηλος masc acc sg ἴτηλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… … Dictionary of Greek