-
21 ἐξιτηλοτέραν
-
22 εξιτηλότερα
-
23 ἐξιτηλότερα
-
24 εξιτήλοις
-
25 ἐξιτήλοις
-
26 εξιτήλου
-
27 ἐξιτήλου
-
28 εξιτήλους
-
29 ἐξιτήλους
-
30 εξιτήλω
-
31 ἐξιτήλῳ
-
32 εξιτήλων
-
33 ἐξιτήλων
-
34 εξίτηλα
-
35 ἐξίτηλα
-
36 εξίτηλοι
-
37 ἐξίτηλοι
-
38 линючий
-ая, -ееεπ., βρ: -нюч, -а, -е;1. εξίτηλος.2. πτερορροών, τριχορροών. -
39 линялый
επ.αποχρωματισμένος, ξεθωριασμένος, ξέθωρος, ξεβαμμένος, εξίτηλος. -
40 полинялый
επ.ξεθωριασμένος, ξέθωρος, ξεβαμμένος, αποχρωματισμένος, εξίτηλος.
См. также в других словарях:
ἐξίτηλος — going out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… … Dictionary of Greek
εξίτηλος — η, ο 1. (για χρώματα ή γραφές), που εύκολα σβήνεται, που μπορεί να χάσει το χρώμα του. 2. σβησμένος, ξέθωρος, ξεθωριασμένος. 3. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, παροδικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξιτηλότατα — ἐξίτηλος going out adverbial superl ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηλότατον — ἐξίτηλος going out masc acc superl sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλως — ἐξίτηλος going out adverbial ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξίτηλον — ἐξίτηλος going out masc/fem acc sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηλότερα — ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλοις — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλου — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλους — ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)