Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐξίτηλος

  • 1 Disappear

    v. intrans.
    P. and V. φανίζεσθαι, ἐξτηλος εἶναι, ἐξτηλος γίγνεσθαι, φανής εἶναι, ἀφανὴς γίγνεσθαι, Ar. and V. ἔρρειν (rare P.), V. φαντος ἔρρειν.
    Make to disappear: P. and V. φανίζειν.
    To have disappeared: P. and V. οἴχεσθαι, V. φαντος οἴχεσθαι.
    Run away: Ar. and P. ποδιδράσκειν.
    Fly: P. and V. φεύγειν.
    met., fade: P. and V. διαρρεῖν, πορρεῖν, V. φθνειν (rare P.), P. ἐκρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disappear

  • 2 Vanish

    v. intrans.
    P. and V. φανίζεσθαι, ἐξτηλος εἶναι, ἐξίτηλος γίγνεσθαι, φανὴς εἶναι, φανὴς γίγνεσθαι, Ar. and V. ἔρρειν (rare P.), V. φαντος ἔρρειν; see also, melt.
    To have vanished: P. and V. οἴχεσθαι, V. φαντος οἴχεσθαι.
    Make to vanish: P. and V. φανίζειν.
    met., fade: P. and V. διαρρεῖν, πορρεῖν, φθνειν (Plat.), P. ἐκρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vanish

  • 3 линючий

    -ая, -ее
    επ., βρ: -нюч, -а, -е;
    1. εξίτηλος.
    2. πτερορροών, τριχορροών.

    Большой русско-греческий словарь > линючий

  • 4 линялый

    επ.
    αποχρωματισμένος, ξεθωριασμένος, ξέθωρος, ξεβαμμένος, εξίτηλος.

    Большой русско-греческий словарь > линялый

  • 5 полинялый

    επ.
    ξεθωριασμένος, ξέθωρος, ξεβαμμένος, αποχρωματισμένος, εξίτηλος.

    Большой русско-греческий словарь > полинялый

  • 6 Die

    subs.
    See Dice.
    The die is cast: P. ἀνέρριπται κύβος ( late).
    Stamp: P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τπος, ὁ, Ar. κόμμα, τό.
    ——————
    v. intrans.
    Ar. and P. ποθνήσκειν, P. and V. τελευτᾶν, παλλάσσεσθαι (with or without βίου), ἐκλείπειν βίον (βίον sometimes omitted in P.), V. θνήσκειν (rarely Ar.), κατθανεῖν ( 2nd aor. καταθνήσκειν) (rarely Ar.), φθνειν, καταφθνειν, ποφθνειν.
    Be killed: P. and V. πόλλυσθαι, διαφθείρεσθαι, ἐξόλλυσθαι, διόλλυσθαι.
    Fall in battle: V. πίπτειν.
    Die for: V. προθνήσκειν (gen.), περθνήσκειν (gen.), P. προαποθνήσκειν ὑπέρ (gen.), ὑπεραποθνήσκειν ὑπέρ (gen.).
    Die in or upon: P. ἐναποθνήσκειν (dat. or absol.), V. ἐνθνήσκειν (dat. or absol.).
    Die in return: P. ἀνταποθνήσκειν, V. ἀνταπόλλυσθαι.
    Die out: of a family, Ar. and P. ἐξερημοῦσθαι; generally, P. and V. ἐξτηλος γίγνεσθαι (Isoc.).
    Die together: V. συνθνήσκειν.
    Die with: P. συναποθνήσκειν (absol.), συναπόλλυσθαι (absol.), Ar. and V. συνθνήσκειν (dat.), V. συνόλλυσθαι (dat.), συνεκπνεῖν (dat.).
    Die a lingering death: P. δυσθανατεῖν.
    Dying a lingering death: V. δυσθνήσκων.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Die

  • 7 Extinct

    adj.
    P. and V. εξτηλος (Æsch., frag.); see Dead.
    Be extinct: use P. and V. οὐκέτʼ εἶναι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Extinct

  • 8 Fade

    v. trans.
    Make to wither: P. and V. μαραίνειν, V. μαυροῦν (also Xen. but rare P.); see Waste.
    V. intrans. P. and V. μαραίνεσθαι, φθνειν (Plat.), V. ποφθνειν, καταφθνειν, P. ἀπομαραίνεσθαι (Plat.); see Waste.
    Pine away: Ar. and V. τήκεσθαι, V. ἐκτήκεσθαι, συντήκεσθαι, κατασκέλλεσθαι. Ar. and P. κατατήκεσθαι (Xen.); see Wither.
    Lose bloom: Ar. and P. πανθεῖν.
    Of colour: P. ἐξίτηλος γίγνεσθαι (Plat.).
    met., pass away: P. and V. πορρεῖν, διαρρεῖν, V. φθνειν (rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fade

См. также в других словарях:

  • ἐξίτηλος — going out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… …   Dictionary of Greek

  • εξίτηλος — η, ο 1. (για χρώματα ή γραφές), που εύκολα σβήνεται, που μπορεί να χάσει το χρώμα του. 2. σβησμένος, ξέθωρος, ξεθωριασμένος. 3. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, παροδικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξιτηλότατα — ἐξίτηλος going out adverbial superl ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτηλότατον — ἐξίτηλος going out masc acc superl sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτήλως — ἐξίτηλος going out adverbial ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξίτηλον — ἐξίτηλος going out masc/fem acc sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτηλότερα — ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτήλοις — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτήλου — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτήλους — ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»