-
1 Disappear
v. intrans.P. and V. ἀφανίζεσθαι, ἐξίτηλος εἶναι, ἐξίτηλος γίγνεσθαι, ἀφανής εἶναι, ἀφανὴς γίγνεσθαι, Ar. and V. ἔρρειν (rare P.), V. ἄφαντος ἔρρειν.To have disappeared: P. and V. οἴχεσθαι, V. ἄφαντος οἴχεσθαι.Run away: Ar. and P. ἀποδιδράσκειν.Fly: P. and V. φεύγειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disappear
-
2 Vanish
v. intrans.P. and V. ἀφανίζεσθαι, ἐξίτηλος εἶναι, ἐξίτηλος γίγνεσθαι, ἀφανὴς εἶναι, ἀφανὴς γίγνεσθαι, Ar. and V. ἔρρειν (rare P.), V. ἄφαντος ἔρρειν; see also, melt.To have vanished: P. and V. οἴχεσθαι, V. ἄφαντος οἴχεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vanish
-
3 линючий
-ая, -ееεπ., βρ: -нюч, -а, -е;1. εξίτηλος.2. πτερορροών, τριχορροών. -
4 линялый
επ.αποχρωματισμένος, ξεθωριασμένος, ξέθωρος, ξεβαμμένος, εξίτηλος. -
5 полинялый
επ.ξεθωριασμένος, ξέθωρος, ξεβαμμένος, αποχρωματισμένος, εξίτηλος. -
6 Die
subs.See Dice.The die is cast: P. ἀνέρριπται κύβος ( late).——————v. intrans.Ar. and P. ἀποθνήσκειν, P. and V. τελευτᾶν, ἀπαλλάσσεσθαι (with or without βίου), ἐκλείπειν βίον (βίον sometimes omitted in P.), V. θνήσκειν (rarely Ar.), κατθανεῖν ( 2nd aor. καταθνήσκειν) (rarely Ar.), φθίνειν, καταφθίνειν, ἀποφθίνειν.Be killed: P. and V. ἀπόλλυσθαι, διαφθείρεσθαι, ἐξόλλυσθαι, διόλλυσθαι.Fall in battle: V. πίπτειν.Die for: V. προθνήσκειν (gen.), ὑπερθνήσκειν (gen.), P. προαποθνήσκειν ὑπέρ (gen.), ὑπεραποθνήσκειν ὑπέρ (gen.).Die in or upon: P. ἐναποθνήσκειν (dat. or absol.), V. ἐνθνήσκειν (dat. or absol.).Die in return: P. ἀνταποθνήσκειν, V. ἀνταπόλλυσθαι.Die together: V. συνθνήσκειν.Die with: P. συναποθνήσκειν (absol.), συναπόλλυσθαι (absol.), Ar. and V. συνθνήσκειν (dat.), V. συνόλλυσθαι (dat.), συνεκπνεῖν (dat.).Die a lingering death: P. δυσθανατεῖν.Dying a lingering death: V. δυσθνήσκων.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Die
-
7 Extinct
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Extinct
-
8 Fade
v. trans.V. intrans. P. and V. μαραίνεσθαι, φθίνειν (Plat.), V. ἀποφθίνειν, καταφθίνειν, P. ἀπομαραίνεσθαι (Plat.); see Waste.Pine away: Ar. and V. τήκεσθαι, V. ἐκτήκεσθαι, συντήκεσθαι, κατασκέλλεσθαι. Ar. and P. κατατήκεσθαι (Xen.); see Wither.Lose bloom: Ar. and P. ἀπανθεῖν.Of colour: P. ἐξίτηλος γίγνεσθαι (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fade
См. также в других словарях:
ἐξίτηλος — going out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… … Dictionary of Greek
εξίτηλος — η, ο 1. (για χρώματα ή γραφές), που εύκολα σβήνεται, που μπορεί να χάσει το χρώμα του. 2. σβησμένος, ξέθωρος, ξεθωριασμένος. 3. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, παροδικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξιτηλότατα — ἐξίτηλος going out adverbial superl ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηλότατον — ἐξίτηλος going out masc acc superl sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλως — ἐξίτηλος going out adverbial ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξίτηλον — ἐξίτηλος going out masc/fem acc sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηλότερα — ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλοις — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλου — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλους — ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)