-
1 ώπια
-
2 ὤπια
-
3 παρ-ωπία
-
4 σεμνο-προς-ωπία
σεμνο-προς-ωπία, ἡ, ehrwürdige, ernsthafte, vornehme Miene, feierlicher, vornehmer Anstand.
-
5 μυ-ωπία
-
6 νυκταλ-ωπία
νυκταλ-ωπία, ἡ, ein Fehler der Augen, bes. der schwarzen in der Jugend, wenn sie aus Ueberfluß an Feuchtigkeit bei Nacht in der Dämmerung nicht sehen können, Medic.
-
7 κατ-ωπία
-
8 εὐ-προς-ωπία
εὐ-προς-ωπία, ἡ, das gute Aussehen, D. Hal. 3, 11.
-
9 δυς-ωπία
δυς-ωπία, ἡ, (übertriebene) Schamhaftigkeit, s. Plut. περὶ δ., de vitioso pudore.
-
10 ὀξυ-ωπία
ὀξυ-ωπία, ἡ, Scharfsichtigkeit, Arist. probl. 4, 3 u. Sp.
-
11 ἀμβλυ-ωπία
ἀμβλυ-ωπία, ἡ, Stumpf-, Blödsichtigkeit, Plat. Hipp. min. 374 d; Medic.
-
12 ἀῤῥεν-ωπία
ἀῤῥεν-ωπία, ἡ, das männliche Aussehen, Mannhaftigkeit, Plat. Conv. 192 a neben ἀνδρεία.
-
13 ἐν-ώπια
ἐν-ώπια, τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. προνώπια) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν ἕνεκα τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138.
-
14 ἰδιο-προς-ωπία
ἰδιο-προς-ωπία, ἡ, eigenthümliches Ansehen, Ptol.
-
15 μύωψ 2
μύωψ, 2 - ωποςGrammatical information: adj.Meaning: `shortsighted' (Arist.).Derivatives: - ωπία `shortsightedness' (s.v.), - ωπίας m. `shortsighted man' (Poll., Paul. Aeg.), - ωπίασις = - ωπία (Gal.; after the words for diseases in - ίασις, as from *-ωπιάω), - ωπάζω `be shortsighted' (2 Ep. Pet. 1, 9); besides them. - ωπός `id.' (X. Kyn.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Prop. "with eyes that shut", from μύω and ὤψ. Cf. 1. μύωψ and μύω; on the accent Fraenkel Nom. ag. 2, 42.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μύωψ 2
-
16 αρρενωπια
-
17 δυσωπια
-
18 ενωπια
τά [ὤψ]1) внутренний фасад дома(ἐ. παμφανόωντα Hom.)
2) вид, наружность, лицо(σέμν΄ ἐ. ἔχειν Aesch.)
-
19 μυωπια
-
20 οξυωπια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὤπια — ὤπιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωπία — η, Α 1. η κόχη τού ματιού προς τα πλάγια, προς το αφτί 2. η παρωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωπία (< ωπός < ὄπωπα*), πρβλ. οξυ ωπία] … Dictionary of Greek
παρώπια — τὰ, Α οι παρωπίδες τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώπια (< *ὤψ, ὤπός «μάτι» < ὄπωπα*), πρβλ. υπ ώπια] … Dictionary of Greek
σπινθηρωπία — η, Ν σπινθηροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + ωπία (< ωψ, ωπός, βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. μυ ωπία] … Dictionary of Greek
τριπλωπία — η, Ν ιατρ. οπτική ανωμαλία κατά την οποία βλέπει κανείς τρία είδωλα ενός αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλός + ωπία (< ωψ, βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. μυ ωπία] … Dictionary of Greek
χρωματωπία — η, Ν (παλ. τ.) η χρωματοψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + ωπία (< ωψ, ωπος < θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μυ ωπία] … Dictionary of Greek
χρωμετερωπία — η, Ν ιατρ. η ετεροχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + ετερο * + ωπία (< ωψ, ωπος < θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μυ ωπία] … Dictionary of Greek
αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… … Dictionary of Greek
ημιωπία — η βλ. ημιανοψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiopia < hemi (πρβλ. ημι ) + opia (πρβλ. ωπια < ωψ «πρόσωπο»). Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κωνστ. Μαυρογιάννη] … Dictionary of Greek
ξυλωπία — η βοτ. γένος δένδρων τής Αμερικής και τής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylopia < ξύλον + ωπία (< ὤψ, ὠπός)] … Dictionary of Greek
πολυωπία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τής μονοφθάλμιας όρασης κατά την οποία το μάτι αντιλαμβάνεται πολλά είδωλα τού ίδιου αντικειμένου, λόγω βλαβών τού κερατοειδούς ή τού κρυσταλλοειδούς φακού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyopia < πολυ * + ωπία < … Dictionary of Greek