-
1 ώπια
-
2 ὤπια
-
3 μύωψ 2
μύωψ, 2 - ωποςGrammatical information: adj.Meaning: `shortsighted' (Arist.).Derivatives: - ωπία `shortsightedness' (s.v.), - ωπίας m. `shortsighted man' (Poll., Paul. Aeg.), - ωπίασις = - ωπία (Gal.; after the words for diseases in - ίασις, as from *-ωπιάω), - ωπάζω `be shortsighted' (2 Ep. Pet. 1, 9); besides them. - ωπός `id.' (X. Kyn.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Prop. "with eyes that shut", from μύω and ὤψ. Cf. 1. μύωψ and μύω; on the accent Fraenkel Nom. ag. 2, 42.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μύωψ 2
-
4 ἀμβλυωπία
ἀμβλυ-ωπία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβλυωπία
-
5 ἀρρενωπία
ἀρρεν-ωπία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρενωπία
-
6 ὀξυωπία
ὀξῠ-ωπία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυωπία
-
7 ἐνώπια
ἐν-ώπια (ὤψ, cf. ‘façade’): the sidewalls of the vestibule, epith. παμφανόωντα, perhaps because painted white. See plate III. A and B.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐνώπια
См. также в других словарях:
ὤπια — ὤπιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωπία — η, Α 1. η κόχη τού ματιού προς τα πλάγια, προς το αφτί 2. η παρωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωπία (< ωπός < ὄπωπα*), πρβλ. οξυ ωπία] … Dictionary of Greek
παρώπια — τὰ, Α οι παρωπίδες τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώπια (< *ὤψ, ὤπός «μάτι» < ὄπωπα*), πρβλ. υπ ώπια] … Dictionary of Greek
σπινθηρωπία — η, Ν σπινθηροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + ωπία (< ωψ, ωπός, βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. μυ ωπία] … Dictionary of Greek
τριπλωπία — η, Ν ιατρ. οπτική ανωμαλία κατά την οποία βλέπει κανείς τρία είδωλα ενός αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλός + ωπία (< ωψ, βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. μυ ωπία] … Dictionary of Greek
χρωματωπία — η, Ν (παλ. τ.) η χρωματοψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + ωπία (< ωψ, ωπος < θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μυ ωπία] … Dictionary of Greek
χρωμετερωπία — η, Ν ιατρ. η ετεροχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + ετερο * + ωπία (< ωψ, ωπος < θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μυ ωπία] … Dictionary of Greek
αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… … Dictionary of Greek
ημιωπία — η βλ. ημιανοψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiopia < hemi (πρβλ. ημι ) + opia (πρβλ. ωπια < ωψ «πρόσωπο»). Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κωνστ. Μαυρογιάννη] … Dictionary of Greek
ξυλωπία — η βοτ. γένος δένδρων τής Αμερικής και τής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylopia < ξύλον + ωπία (< ὤψ, ὠπός)] … Dictionary of Greek
πολυωπία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τής μονοφθάλμιας όρασης κατά την οποία το μάτι αντιλαμβάνεται πολλά είδωλα τού ίδιου αντικειμένου, λόγω βλαβών τού κερατοειδούς ή τού κρυσταλλοειδούς φακού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyopia < πολυ * + ωπία < … Dictionary of Greek