-
1 δυνω
1) погружаться, нырять(πόντον Hom.; εἰς θάλασσαν Her.)
; перен. бросаться(εἰς μέσα τὰ δεινά Plut.)
2) проникать, входить(δόμον Hom.; перен. ἦτορ δῦν΄ ἄχος Hom.)
3) надевать(τεύχεα и ἐν τεύχεσσιν Hom.)
4) ( о небесных телах) заходить, садиться(Arst.; ἡλίου δύνοντος Xen., Aeschin. и δύναντος Polyb.)
-
2 δύνω
{гл., 2}1. заходить, входить, проникать;2. погружаться, нырять.Ссылки: Мк. 1:32; Лк. 4:40.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δύνω
-
3 δύνω
{гл., 2}1. заходить, входить, проникать;2. погружаться, нырять.Ссылки: Мк. 1:32; Лк. 4:40.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δύνω
-
4 δύνω
(αόρ. εδυσα) αμετ.1) заходить, закатываться (о светилах); 2) перен. меркнуть, закатываться; έδυσε η δόξα του слава его закатилась -
5 δύνω
1. заходить, входить, проникать; 2. погружаться, нырять.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δύνω
-
6 δυνη
-
7 αποδυνω
-
8 διαδυνω
-
9 εισδυνω
ион. и староатт. ἐσδύνω (ῡ) проникать(ἐς τὸν θησαυρὸν τοῦ βασιλῆος Her.; εἰς τέν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς Dem.; διὰ τῶν πόρων Arst.)
οἷον εἰσέδυ μ΄ οἴστρημα! Soph. — какая боль пронзила меня!;δεινόν τι εἰσέδυνε σφίσι Her. — какой-то страх объял их;τεύχεα εἰ. Hom. - in tmesi — надевать доспехи -
10 εκδυνω
1) снимать с себя(χιτῶνα Hom.; τὰ ἱμάτια Her.)
οἰ ὄφεις ἐκδύνουσι τὸ γῆρας Arst. — змеи сбрасывают с себя старую кожу2) выползать(ἀκρίδες ἐκδύνουσιν ἐκ τῆς γῆς Arst.). - см. тж. ἐκδύω
-
11 ενδυνω
1) надевать(χιτῶνα περὴ στήθεσσι Hom.; θώρηκα Her.)
2) проникать, прокрадываться(εἰς τὰς οἰκίας NT.)
3) погружаться(τινί Plut.)
-
12 καταδυνω
-
13 καταδυνω...
καταδύνω...καταδύω, κατα-δύνω(в неперех. знач. тж. med. - aor. 2 κατέδυν, pf. καταδέδυκα)1) погружать в воду, пускать ко дну, топить(τοὺς γαυλούς Her.; ναῦς Thuc.; τὸ σκάφος Luc.)
ἥλιον κ. λέσχῃ Anth. — топить солнце в своей беседе, т.е. проговорить до вечера2) повергать(τινὰ τῷ ἄχει Xen.)
3) погружаться, ( о небесных телах) садиться(ἠέλιος κατέδυ Hom.)
ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца4) зарываться(εἰς τέν γῆν Arst.)
5) погружаться в воду, тонуть(ἥ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης Her.; πλοῖα καταδυόμενα Plat.)
ἥ ναῦς κατεδύετο Her. — корабль стал тонуть6) вторгаться, врыватьсяκαταδῦναι ὅμιλον Τρώων Hom. — ворваться в толпу троянцев;
μάχην καταδύμεναι Hom. — ринуться в бой7) углубляться, забираться, проникать, входить(πόλιν, Διὸς δόμον, εἰς Ἀΐδαο δόμους, κατὰ ὠτειλάς Hom.; εἰς ὕλην Her.; εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat.; εἰς βάθος Plut.)
8) прятаться, укрываться, скрываться(εἰς ἄπορον τόπον, ἐν τῇ οἰκίᾳ Plat.; εἰς φάραγγας, ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.)
9) надевать на себя(κλυτὰ τεύχεα Hom.)
-
14 καταδυω
καταδύω, κατα-δύνω(в неперех. знач. тж. med. - aor. 2 κατέδυν, pf. καταδέδυκα)1) погружать в воду, пускать ко дну, топить(τοὺς γαυλούς Her.; ναῦς Thuc.; τὸ σκάφος Luc.)
ἥλιον κ. λέσχῃ Anth. — топить солнце в своей беседе, т.е. проговорить до вечера2) повергать(τινὰ τῷ ἄχει Xen.)
3) погружаться, ( о небесных телах) садиться(ἠέλιος κατέδυ Hom.)
ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца4) зарываться(εἰς τέν γῆν Arst.)
5) погружаться в воду, тонуть(ἥ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης Her.; πλοῖα καταδυόμενα Plat.)
ἥ ναῦς κατεδύετο Her. — корабль стал тонуть6) вторгаться, врыватьсяκαταδῦναι ὅμιλον Τρώων Hom. — ворваться в толпу троянцев;
μάχην καταδύμεναι Hom. — ринуться в бой7) углубляться, забираться, проникать, входить(πόλιν, Διὸς δόμον, εἰς Ἀΐδαο δόμους, κατὰ ὠτειλάς Hom.; εἰς ὕλην Her.; εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat.; εἰς βάθος Plut.)
8) прятаться, укрываться, скрываться(εἰς ἄπορον τόπον, ἐν τῇ οἰκίᾳ Plat.; εἰς φάραγγας, ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.)
9) надевать на себя(κλυτὰ τεύχεα Hom.)
-
15 υποδυνω
1) надевать внизκιθῶνας ὑ. τοῖσι εἵμασι Her. — надевать хитоны под верхнее платье
2) принимать на себяὑ. τὸν κίνδυνον — решаться на риск3) подходить снизуὑ. ὑπὸ τοὺς πίλους Her. — подлезать под войлочные шатры
-
16 δύω
(αόρ. έδυσα и έδυν, παθ. αόρ. εδύθην) см. δύνω -
17 1416
{гл., 2}1. заходить, входить, проникать;2. погружаться, нырять.Ссылки: Мк. 1:32; Лк. 4:40.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1416
См. также в других словарях:
δύνω — (AM) δύω* … Dictionary of Greek
δύνω — δύναμαι to be able pres imperat mp 2nd sg δύναμαι to be able imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) δύ̱νω , δύω 2 cause to sink aor subj act 1st sg δύ̱νω , δύω 2 cause to sink pres subj act 1st sg δύ̱νω , δύω 2 cause to sink pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek
поныряю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. δύνω) ныряю, погружаюсь, проскальзываю, вкрадываюсь … Словарь церковнославянского языка
αναδύνω — ἀναδύνω (Α) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι, επανεμφανίζομαι, προβάλλω πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δύνω, άλλος τ. τού δύω] … Dictionary of Greek
αποδύνω — ἀποδύνω (Α) [δύνω] αφαιρώ ένδυμα, ξεντύνω … Dictionary of Greek
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
γλακώ — ( άω) 1. τρέχω 2. βιάζομαι, εξετάζω κάτι βιαστικά 3. γυρίζω, διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + λακώ «τρέχω, τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. γλιστρώ < εκ λιστρώ, γδέρνω < εκ δέρω, γδύνω < εκ δύνω κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
εννυχεύω — ἐννυχεύω (Α) [έννυχος] 1. διανυκτερεύω, κοιμάμαι κάπου 2. μτφ. διαμένω, διατρίβω κάπου («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.) 3. (για αστέρια) δύω, δύνω («πότ ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων», Αίσωπ.) … Dictionary of Greek
επικαταδύνω — ἐπικαταδύνω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι κατόπιν 2. (για αστέρια) δύω κατόπιν («ἐπικαταδύω τῷ ἡλίω», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δύνω (ή καταδύω) «βυθίζομαι»] … Dictionary of Greek