-
1 εισδυνω
ион. и староатт. ἐσδύνω (ῡ) проникать(ἐς τὸν θησαυρὸν τοῦ βασιλῆος Her.; εἰς τέν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς Dem.; διὰ τῶν πόρων Arst.)
οἷον εἰσέδυ μ΄ οἴστρημα! Soph. — какая боль пронзила меня!;δεινόν τι εἰσέδυνε σφίσι Her. — какой-то страх объял их;τεύχεα εἰ. Hom. - in tmesi — надевать доспехи
См. также в других словарях:
μετεισδύνω — (Α) (ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εἰσ δύνω «εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek