-
1 δύνω
δύνω, = δύομαι. Bei Homer nur praes. u. impft., z. B. Iliad. 15, 219. 17, 202. 392 Odyss. 7, 81. 11, 579. Vgl. ἀποδύνω und ἐξαποδύνω. – Xen. An. 2, 2, 3 ἡλίου δύνοντος; Gesetz bei Aesch. 1, 12 πρὸ ἡλίου δύνοντος; Aesch. Suppl. 255 πρὸς δύνοντος ἡλίου; Soph. Phil. 1381 ἥλιος δύνῃ; Polyb. 9, 15, 9 δύνοντος τούτου (τοῦ ἡλίου); Aelian. V. h. 4, 1 ἡλίου δύνοντος; Paus. 2, 11, 7 μετὰ ἥλιον δύνοντα; Maneth. 4, 87 δύνοντος δ' ἄστροιο σεληναίης; 5, 94 ἢ δύνοντες ὁμοῠ (Mercur u. Mars) ἢ καὶ ὑπόγειοι ἐόντες; 6, 380 κέντρῳ ὕπερϑ' ὥρης ἢ καὶ δύνοντι βεβῶτες. Es finden sich die Lesarten δύναντος, δύναντι, δύναντα, δύναντες; wahrscheinlich aber sind diese Aoristformen zu verwerfen, u. überall die Präsensformen δύνοντος u. s. w. vorzuziehen.
-
2 δυνω
1) погружаться, нырять(πόντον Hom.; εἰς θάλασσαν Her.)
; перен. бросаться(εἰς μέσα τὰ δεινά Plut.)
2) проникать, входить(δόμον Hom.; перен. ἦτορ δῦν΄ ἄχος Hom.)
3) надевать(τεύχεα и ἐν τεύχεσσιν Hom.)
4) ( о небесных телах) заходить, садиться(Arst.; ἡλίου δύνοντος Xen., Aeschin. и δύναντος Polyb.)
-
3 δύνω
δύνω: =? καταβαίνειν. οὐκ ἄναλκις ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι (1 at potius ad O. 1.81 referendum nott. Snell) ?fr. 342.] -
4 δύνω
δύνω and δύω, fut. δύσω, ipf. δῦνε, iter. δύσκε, aor. 1 ἔδῦσα, aor. 2 ἔδῦν, δῦ, subj. δύω, opt. δύη, inf. δῦναι, δύμεναι, part. δύντα, perf. δέδῦκε, mid. δύομαι, fut. δύσομαι, aor. ἐδύσατο, δύσετο, opt. δῦσαίατο: go into or among, enter, and (apparently trans.) put on, don, χιτῶνα, τεῦχεα, θώρηκα, and with prepositions; with reference to place the verb is either abs. (ἠέλιος δ' ἄῤ ἐδῦ, δύσετο δ ἠέλιος, set), or foll. by acc. of limit of motion, or by prepositions (εἰς, εἴσω, ἐν); freq. πόλεμον, μάχην, ὅμῖλον, so χθόνα δύμεναι, δῦτε θαλάσσης εὐρέα κόλπον, Il. 18.140; δόμον Ἄιδος εἴσω, Il. 3.322; and of persons, δύσεο δὲ μνηστῆρας, Od. 17.276, etc.; met., of feelings, κάματος γυῖα δέδῦκεν, Il. 5.811; Μελέαγρον ἔδῦ χόλος, Il. 9.553; ἐν (adv.) δέ οἱ ἦτορ δῦν' ἄχος, Il. 19.367; fut. act. and aor. 1 act. are trans., ἀπὸ (adv.) μὲν φίλα εἵματα δύσω (σέ), Il. 2.261 ; ἐκ μέν με εἵματ' ἔδῦσαν, ‘stripped’ me of, Od. 14.341.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δύνω
-
5 δύνω
δύνω 1 aor. ἔδυσα and ἔδυνα (2 Ch 18:34 δύναντος B; Just., D. 132, 1); 2 aor. ἔδυν (B-D-F §75; 101; W-S. §15 under δύειν; Mlt-H. 208; 234) (s. δυσμή; Hom. et al.; pap, LXX, En; TestAbr B 4 p. 108, 18 [Stone p. 64]; TestJob, JosAs; GrBar 8:1; Ar, Just., D. 132, 1) go down, set of the sun (Hom. et al.; Gen 28:11 al.; En 100:2; TestJob 37:8; GrBar 8:1; Bell. 4, 317, Ant. 8, 415) Mk 1:32; Lk 4:40; GPt 2:5. In imagery (cp. Pr 11:8 v.l.) δῦναι ἀπὸ κόσμου= die IRo 2:2.—B. 679. M-M. TW. -
6 δύνω
{гл., 2}1. заходить, входить, проникать;2. погружаться, нырять.Ссылки: Мк. 1:32; Лк. 4:40.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δύνω
-
7 δύνω
{гл., 2}1. заходить, входить, проникать;2. погружаться, нырять.Ссылки: Мк. 1:32; Лк. 4:40.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δύνω
-
8 δύνω
(αόρ. εδυσα) αμετ.1) заходить, закатываться (о светилах); 2) перен. меркнуть, закатываться; έδυσε η δόξα του слава его закатилась -
9 δύνω
1. заходить, входить, проникать; 2. погружаться, нырять.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δύνω
-
10 δύνω
δύναμαιto be able: pres imperat mp 2nd sgδύναμαιto be able: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)δύ̱νω, δύω 2cause to sink: aor subj act 1st sgδύ̱νω, δύω 2cause to sink: pres subj act 1st sgδύ̱νω, δύω 2cause to sink: pres ind act 1st sg -
11 δύνω
+ V 0-3-0-1-0=4 2 Sm 2,24; 1 Kgs 22,36; 2 Chr 18,34; Eccl 1,5to sink, to go down (of the sun) 2 Sm 2,24 δύνοντος τοῦ ἡλίου at sunset 1 Kgs 22,36 see δύω -
12 παρα-δύνω
-
13 μετ-εις-δύνω
μετ-εις-δύνω (s. δύνω), aus Einem ins Andere eindringen, hinübergehen, Arist. H. A. 5, 15.
-
14 δι-εις-δύνω
δι-εις-δύνω (s. δύνω), durch- u. hineingehen in etwas, τί, Sp.
-
15 ἀπο-δὐνω
-
16 ἐγ-κατα-δύνω
ἐγ-κατα-δύνω (s. δύνω), in Etwas hinabtauchen, untergehen; ἥλιος Hippocr.; ὕδασιν ἐγκατέδυν Isidor. 3 (VII, 532); ἐγκαταδὺς μυχόν Opp. H. 4, 153.
-
17 παρ-εις-δύνω
παρ-εις-δύνω, = παρειςδύομαι; λόγος εἰς τὰς γνώμας, Demad. 3; Schol. Ap. Rh. 1, 645.
-
18 περι-δύνω
περι-δύνω, = περιδύομαι, Hom. in tmesi, wie man ϑώρηκα περὶ στήϑεσσιν ἔδυνεν Il. 16, 133 erklärt.
-
19 συγ-κατα-δύνω
συγ-κατα-δύνω, = Folgdm.
-
20 συν-εις-δύνω
συν-εις-δύνω, = Folgdm.
См. также в других словарях:
δύνω — (AM) δύω* … Dictionary of Greek
δύνω — δύναμαι to be able pres imperat mp 2nd sg δύναμαι to be able imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) δύ̱νω , δύω 2 cause to sink aor subj act 1st sg δύ̱νω , δύω 2 cause to sink pres subj act 1st sg δύ̱νω , δύω 2 cause to sink pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek
поныряю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. δύνω) ныряю, погружаюсь, проскальзываю, вкрадываюсь … Словарь церковнославянского языка
αναδύνω — ἀναδύνω (Α) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι, επανεμφανίζομαι, προβάλλω πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δύνω, άλλος τ. τού δύω] … Dictionary of Greek
αποδύνω — ἀποδύνω (Α) [δύνω] αφαιρώ ένδυμα, ξεντύνω … Dictionary of Greek
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
γλακώ — ( άω) 1. τρέχω 2. βιάζομαι, εξετάζω κάτι βιαστικά 3. γυρίζω, διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + λακώ «τρέχω, τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. γλιστρώ < εκ λιστρώ, γδέρνω < εκ δέρω, γδύνω < εκ δύνω κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
εννυχεύω — ἐννυχεύω (Α) [έννυχος] 1. διανυκτερεύω, κοιμάμαι κάπου 2. μτφ. διαμένω, διατρίβω κάπου («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.) 3. (για αστέρια) δύω, δύνω («πότ ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων», Αίσωπ.) … Dictionary of Greek
επικαταδύνω — ἐπικαταδύνω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι κατόπιν 2. (για αστέρια) δύω κατόπιν («ἐπικαταδύω τῷ ἡλίω», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δύνω (ή καταδύω) «βυθίζομαι»] … Dictionary of Greek