Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐνοπή

См. также в других словарях:

  • ενοπή — ἐνοπή, η (Α) 1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ ἐνοπῇ τ ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή 3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.) 4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος …   Dictionary of Greek

  • ενόπη — ἐνόπη, η (Α) σκουλαρίκι, ενώτιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνήθης στον πληθ. ενόπαι προήλθε από τη συνεκφορά εν οπαίς (πρβλ. διόπαι)] …   Dictionary of Greek

  • ἐνοπῇ — ἐνοπή crying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοπή — crying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνόπη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόπη — ear ring fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοπαῖς — ἐνοπή crying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοπαῖσι — ἐνοπή crying fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοπαί — ἐνοπή crying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοπᾶς — ἐνοπή crying fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοπῆς — ἐνοπή crying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»