Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐννοοῦμαι

См. также в других словарях:

  • εννοούμαι — εννοούμαι, εννοήθηκα βλ. πίν. 74 (και ως απρόσ. εννοείται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐννοοῦμαι — ἐννοέω have in one s thoughts pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐννοέω have in one s thoughts pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»