Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐνεργείας

  • 1 ἐνεργείας

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐνεργείας

  • 2 εξακριβοω

        1) быть точным, тщательным, точно указывать или определять
        

    (τι Arst., Plut., ὑπέρ τινος Arst. и περί τινος Polyb.)

        ἐξακριβῶσαι λόγον Soph. и τοὺς λόγους Polyb. — рассказывать с полной достоверностью;
        οὐκ ἐξακριβῶν Plut. — небрежно, спустя рукава

        2) усиливать, обострять
        3) точно совпадать
        

    ἐ. ὁμοίως τινί Arst.точно равняться чему-л.

    Древнегреческо-русский словарь > εξακριβοω

  • 3 ακτίνα

    [-ις (ίνος)] η
    1) луч; ακτίνες τού ηλίου лучи солнца; κοσμικές ακτίνες космические лучи; ακτίνες Χ рентгеновские лучи; υπεριώδεις ακτίνες ультрафиолетовые лучи; υπέρυθρες ακτίνες инфракрасные лучи; 2) прям., перен. радиус;

    ακτίνα κύκλου — радиус круга;

    ακτίνα ενεργείας ( — или δράσεως) — радиус действия;

    3):

    ακτίνα (τροχού) — спица (колеса)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ακτίνα

  • 4 αφθαρσία

    η нетленность, вечность;

    ο νόμος περί αφθαρσίας της ΰλης και της ενεργείας — закон сохранения материи и энергии;

    § μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας — в затруднительном, отчаянном положении

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφθαρσία

  • 5 αχάραχτος

    η, ο
    1) ненадрёзанный, ненадсечённый;

    αχάραχτο καρπούζι — ненадрезанный арбуз;

    αχάραχτο πετσί — неповреждённая шкура;

    2) не вырезанный, не выгравированный (на чём-л.);
    3) неначерченный; 4) ненамеченный, неразмеченный, необозначенный;

    η οδός είναι αχάραχτη ακόμα — дорога ещё не намечена;

    5) перен. ненамеченный, неопределённый;

    αχάραχτο πρόγραμμα ενεργείας — программа действий ещё не намечена;

    6) гладкий (о водной поверхности);

    θάλασσα αχάραχτη — спокойное море

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αχάραχτος

  • 6 διατήρηση

    [-ις (-εως)] η
    1) (со)хранение, удержание (позиций); поддержание (тж. связи, отношений);

    η διατήρηση των τροφίμων — хранение продуктов;

    διατήρηση της τάξης — поддержание порядка;

    διατήρηση της υγείας — сохранение здоровья;

    2) поддержка (материальная); — содержание (дома,, семьи и т. п.) § διατήρηση ενεργείας физ.сохранение энергии

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διατήρηση

  • 7 ελεοθερίο

    η
    1) β разя. знач свобода;

    ελεοθερίο σκέψεως (συνειδήσεως) — свобода мысли (совести);

    ελεοθερίο γνώμης — свобода высказываний;

    ελεοθερίο του τύπου (τού λόγου) — свобода печати (слова);

    πολιτικές ελεοθερίες — гражданские свободы;

    ελεοθερίο της βουλήσεως — свобода воли;

    ελεοθερίο του ατόμου — свобода личности;

    αστική ελεοθερίο — гражданские права;

    ελεοθερίο του συνέρχεσθοι (τού συνεταιρίζεσθαι) — свобода собраний (объединений);

    έχω πλήρη ελεοθερίο ενεργείας (δράσεως) — иметь полную свободу действий

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελεοθερίο

  • 8 ενέργεια

    η
    1) действие; усилие; деятельность;

    ο τρόπος ενέργειας — образ действия;

    όλες μου οι ενέργειες έμειναν άκαρπες — все мой усилия оказались бесплодными;

    2) поступок, акт;

    απεγνωσμένη (τολμηρή) ενέργ — отчаянный (смелый) поступок;

    3) физ. энергия, сила;

    ατομική ενέργεια — атомная энергия;

    4) воен. нахождение на (действительной) службе (тж. о чиновниках);
    5) грам, действие;

    § εν ενέργεία — а) в действии; — б) на (действительной) службе;

    ηφαίστειο εν ενέργεία — действующий вулкан;

    προς ενέργειαν — к исполнению;

    θέτω ( — или βάζω) κάτι οέ ενέργ — пускать в ход; — вводить в действие, в строй; — давать ход чему-л.;

    βάζω σε ενέργεια όλα τα μέσα — пустить в ход все средства

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενέργεια

  • 9 κατάσταση

    [-ις (-εως)] η
    1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;

    ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;

    αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;

    κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;

    κατάσταση τής οδού — состояние дороги;

    διεθνής κατάσταση — международное положение;

    εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;

    κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;

    η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;

    άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;

    2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;

    μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;

    3) воен. служебное положение;

    κατάσταση ενεργείας — действительная служба;

    κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;

    κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;

    § είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;

    είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;

    είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);

    τί κατάσταση είναι αυτή;

    , что здесь происходит?;

    δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;

    ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατάσταση

  • 10 ξεχείλισμα

    τό
    1) наполнение до краёв, переполнение, переливание через край; выход из берегов, разлив (реки); 2) избыток, излишек;

    ξεχείλισμα ενέργειας — избыток энергии

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξεχείλισμα

  • 11 πλήρης

    ης, ήρες
    1) прям., перен. полный, наполненный; ποτήριον πλήρες οίνου стакан полный вина; δωμάτιον πλήρες καπνού комната полная дыму;

    καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης — сердце полное признательности;

    λόγοι πλήρεις είλικρινείας (έρωτος, μίσους) — слова полные искренности (любви, ненависти);

    2) полный, целый, весь;

    πλήρης συλλογή — полный комплект;

    πλήρης κατάστασις — полный список;

    άδεια μετά πλήρων αποδοχών — отпуск с полным содержанием;

    3) полный, абсолютный; совершённый;

    πλήρης αλήθεια — совершенная правда;

    πλήρης επιτυχία — полный успех;

    πλήρης υγείας — совсем здоровый;

    πλήρης θάρρους — очень смелый;

    πλήρες ναυάγιον των διαπραγματεύσεων полный провал переговоров;
    παρέχω πλήρες το δικαίωμα ενεργείας εις τίνα предоставлять полную свободу действий кому-л.;

    σε πλήρη ( — или εν πλήρει) ασφάλεια — в полной безопасности;

    § πλήρης σφυγμός — пульс хорошего наполнения;

    πλήρης ημερων (ετών) — в преклонном возрасте;

    εν πλήρει ημέρα — среди бела дня;

    εν πλήρει νυκτί — глубокой ночью;

    εν πλήρει μεσημβρία — в самый полдень;

    εν πλήρει συνεδριάσει — в разгар собрания

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πλήρης

  • 12 σπασμωδικός

    η, ό[ν]
    1) см. σπασμώδης; 2) перен. судорожный, резкий;

    σπασμωδικόςες κινήσεις — резкие движения;

    3) перен. судорожный, поспешный, лихорадочный;

    σπασμωδικόςές προσπάθειες — судорожные попытки;

    προβαίνω εις σπασμωδικόςάς ενεργείας — развить лихорадочную деятельность

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σπασμωδικός

См. также в других словарях:

  • ἐνεργείας — ἐνεργείᾱς , ἐνέργεια activity fem acc pl ἐνεργείᾱς , ἐνέργεια activity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, γραμμές ή δίκτυα — Κοινή ονομασία για τα έργα με τα οποία επιτυγχάνεται η μ. της ενέργειας από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης. Διακρίνονται σε εναέριες γραμμές, εκείνες δηλαδή που κατασκευάζονται υπεράνω του εδάφους και υποβαστάζονται από κατάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτής ενέργειας — Σύστημα που ξεχωρίζει τα σωμάτια με διαφορετικές ενέργειες. Αποτελείται από δύο παράλληλες φορτισμένες πλάκες που δημιουργούν ανάμεσά τους ένα ηλεκτροστατικό πεδίο. Όταν παράλληλη δέσμη φορτισμένων σωματίων μπει μέσα στο πεδίο του ηλεκτροστατικού …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»