-
1 ενδοιασμός
-
2 ἐνδοιασμός
-
3 ενδοιασμός
-
4 ενδοιασμός
[эндиаэмос] ουσ α нерешительность, сомнение. -
5 ἐνδοιασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδοιασμός
-
6 ἐνδοιασμός
ἐν-δοιασμός, ὁ, das Zweifeln, Ungewißheit -
7 ἐν-δυασμός
ἐν-δυασμός, ὁ, = ἐνδοιασμός, Hesych.
-
8 ενδοιασμοίς
-
9 ἐνδοιασμοῖς
-
10 ενδοιασμού
-
11 ἐνδοιασμοῦ
-
12 ενδοιασμώ
-
13 ἐνδοιασμῷ
-
14 ενδοιασμόν
-
15 ἐνδοιασμόν
-
16 ἐπαμφοτερισμός
ἐπαμφοτερ-ισμός, ὁ,A inclination both ways, wavering,ἐνδοιασμὸς καὶ ἐ. Ph.1.409
, cf. Arr.Epict.4.2.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαμφοτερισμός
-
17 κίμβιξ
κίμβιξ, - ικοςGrammatical information: m.Meaning: `niggard, skinflint' (Xenoph., Arist., Plu.).Derivatives: κιμβικ[ε]ία ( κιμβηκια Η) πανουργία, ἐνεασμός (r. ἐνδοιασμός) H.; also κιμβ(ε)ία `stinginess' (Artist., H.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Popular-expressive word in - ιξ (Chantraine Formation 382), which cannot be analysed. Perhaps with Persson Studien 177 n. 1, Grošelj Živa Ant. 2, 209f. to σκιπός σκνιφός, ὁ μικρολόγος H.; σκιφία H. as explanation of κιμβεία; further possible connections s. κνίψ. - No doubt a Pre-Greek word.Page in Frisk: 1,853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίμβιξ
См. также в других словарях:
ἐνδοιασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδοιασμός — ο (Μ ἐνδοιασμός) δισταγμός, αμφιβολία, ταλάντευση … Dictionary of Greek
ἐνδοιασμοῖς — ἐνδοιασμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασμοῦ — ἐνδοιασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασμῷ — ἐνδοιασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασμόν — ἐνδοιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμηχανία — η (Α ἀμηχανία) [ἀμήχανος] απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια νεοελλ. δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός αρχ. έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
διαφόρηση — η (Α διαφόρησις) 1. διασπορά, σκόρπισμα 2. άφθονη εφίδρωση αρχ. 1. αρπαγή, κλέψιμο 2. εξάτμιση, διάλυση 3. εξάντληση 4. αμφιβολία, ενδοιασμός, αμηχανία … Dictionary of Greek
δισταγμός — ο (AM δισταγμός Α και διστασμός) [διστάζω] το να διστάζει κανείς, ενδοιασμός αρχ. αμφιβολία … Dictionary of Greek
ενδοίασις — ἐνδοίασις, η (Α) ο ενδοιασμός … Dictionary of Greek