-
1 ἴναντι
-
2 ἔναντι
ἔναντι, Adv.A in the presence of, c. gen., LXXGe.12.19, al., IG7.2225.52 (Thisbe, ii B.C.), Ev.Luc.1.8, GDI2072.26 (Delph.); cf. ἴναντι.
См. также в других словарях:
ίναντι — ἴναντι (Α) (κρητ. τ.) έναντι … Dictionary of Greek
αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… … Dictionary of Greek