-
1 εναντι
-
2 έναντι
επίρρ.1) против, напротив; 2) перед (кем-л.); 3) по сравнению, вместо;αύξηση κατά 8% έναντι τού 7% — увеличение на 8% вместо 7%;
4) относительно, в отношении;5) под, взамен (чего-л.);έναντι αποδείξεως — под расписку;
6) бухг, в счёт (чего-л.);§ τό έναντι — аванс, задаток
-
3 ἔναντι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔναντι
-
4 έναντι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έναντι
-
5 ἔναντι
напротив, перед (лицом), в присутствии.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔναντι
-
6 ἔναντι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔναντι
-
7 έναντι
[энанди] ουσ ο / εΚίρ задаток, аванс. -
8 απεναντι
-
9 εναντιβιον
adv. противоборствуя, оказывая сопротивление, против, лицом к лицу(μεῖναι, πολεμίζειν τινός Hom.)
-
10 1725
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1725
См. также в других словарях:
ἔναντι — in the presence of indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναντι — (AM ἔναντι) επίρρ. απέναντι, αντίκρυ, αγνάντια, ενώπιον («ἰδού ἡ γυνή σου ἔναντί σου», ΠΔ Γέν.) νεοελλ. 1. εν συγκρίσει, σχετικά με 2. (λογιστ.) απέναντι, σε αντίκρισμα («έδωσε μια προκαταβολή έναντι όλου τού ποσού», «έναντι λογαριασμού») … Dictionary of Greek
έναντι — επίρρ. 1. απέναντι, αντίκρυ: Η τράπεζα βρίσκεται έναντι. 2. σε αντίκρισμα, απέναντι: Πήρε προκαταβολή έναντι του μισθού του. 3. (σε σύγκριση), σχετικά με: Έναντι του αδελφού του υστερεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναντί' — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίε , ἐναντίος opposite masc voc sg ἐναντίαι , ἐναντίος opposite fem nom/voc pl ἐναντίᾱͅ , ἐναντίος opposite fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντίωται — ἐναντί̱ωται , ἐν , ἀντί ἰόομαι become perf ind mp 3rd sg ἐναντί̱ωται , ἐν , ἀντί ἰόω become perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek