Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐλλείπομεν

См. также в других словарях:

  • ἐλλείπομεν — ἐλλείπω leave in pres ind act 1st pl ἐλλείπω leave in imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελλείπω — (AM ἐλλείπω) λείπω από ένα σύνολο, δεν υπάρχω μσν. νεοελλ. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα ελλείποντα οι ελλείψεις αρχ. 1. εγκαταλείπω 2. καθυστερώ καταβολή οφειλομένων 3. παραλείπω 4. αποδεικνύομαι ελλιπής 5. είμαι πολύ μικρός 6. (με γεν. πράγματος)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»