-
1 ελεεινά
ἐλεεινόςfinding pity: neut nom /voc /acc plἐλεεινά̱, ἐλεεινόςfinding pity: fem nom /voc /acc dualἐλεεινά̱, ἐλεεινόςfinding pity: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἐλεεινά
ἐλεεινόςfinding pity: neut nom /voc /acc plἐλεεινά̱, ἐλεεινόςfinding pity: fem nom /voc /acc dualἐλεεινά̱, ἐλεεινόςfinding pity: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 'λεείν'
ἀλεεινά, ἀλεεινόςlying open to the sun: neut nom /voc /acc plἀλεεινά̱, ἀλεεινόςlying open to the sun: fem nom /voc /acc dualἀλεεινά̱, ἀλεεινόςlying open to the sun: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀλεεινέ, ἀλεεινόςlying open to the sun: masc voc sgἀλεειναί, ἀλεεινόςlying open to the sun: fem nom /voc plἐλεεινά, ἐλεεινόςfinding pity: neut nom /voc /acc plἐλεεινά̱, ἐλεεινόςfinding pity: fem nom /voc /acc dualἐλεεινά̱, ἐλεεινόςfinding pity: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐλεεινέ, ἐλεεινόςfinding pity: masc voc sgἐλεειναί, ἐλεεινόςfinding pity: fem nom /voc pl -
4 ελεεινάς
-
5 ἐλεεινάς
-
6 οἰμώζω
A : [tense] fut.οἰμώξομαι Eup.305
, Ar.Pl. 111, X.HG2.3.56, etc. ; laterοἰμώξω Plu. 2.182d
, AP5.301.2 (Agath.): [tense] aor.ᾤμωξα Hom.
(v. infr.):—[voice] Pass., v. infr. 11. (From οἴμοι, as οἴζω from οἴ):—wail aloud, lament,ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ Il.12.162
, etc. ; οἰ. σμερδαλέον, ἐλεεινά, 18.35, 22.408 ; , cf. Hdt.7.159 ; of a wounded man,οἰμώξας πέσεν Od.18.398
;γνὺξ δ' ἔριπ' οἰμώξας Il.5.68
;στυγνὸν οἰμώξας S.Ant. 1226
: c. acc. cogn.,Τελαμῶνος οἰ. μέλη Theopomp.Com.64
.2 in familiar [dialect] Att., οἴμωζε, as a curse, plague take you ! Ar.Ach. 1035 ; ;οἰμώξἄρα σύ Id.Pl. 876
;οἰμώξεσθ' ἄρα Id.Nu. 217
;οἰμώζειν λέγω σοι Id.Pl.58
, cf. Luc.Gall.23 ; οὐκ οἰμώξεται; Ar.Ra. 178, cf. X.HG2.3.56, Men.Epit. 428 ;οἰμώζων καθεδεῖται Ar.Ach. 840
;οἴμωζε μεγάλα Id.Av. 1503
;οἰμώξει μακρά Id.Pl. 111
, Men.Epit. 528 ;κολάκων οἰμωξομένων Ar.V. 1033
;πονηροῦ σοφιστοῦ καὶ οἰμωξομένου D.35.40
; ἐᾶν οἰμώζειν 'let go hang', PCair.Zen.44.8 (iii B. C.). -
7 προσαυδάω
A speak to, address, accost, freq. with a part. added, ἀμειβόμενος, ἀπειλήσας, δακρύσασα προσηύδα, Il.14.270, 7.225, Od.1.336;κλαίοντε προσαυδήτην βασιλῆα Il.11.136
, cf. 22.90; π. τινὰ ἐπέεσσι, μειλιχίοισι, 5.30, 6.214, etc.;π. τοὺς θεούς A.Ag. 514
;πάντας μύθοισι π. Id.Pers. 154
(anap.), etc.2 c. acc. rei,ἔπεα πτερόεντα π. Il.4.203
, al.: c. dupl. acc., ἔπεα, ἐλεεινὰ π. τινά, speak so and so to one, 1.201, 22.37; πολλὰ μειλιχίοισί [τινα] 17.431.3 c. dat.,π. [σοι] ὡς ὄντι μιάστορι S.OT 353
.II speak of, τίνα τύχαν.. προσαυδῶν τύχω; E.Hipp. 827 (lyr.):— [voice] Pass., ἀδελφὴ σοὶ προσηυδώμην was addressed as.., S.El. 1148.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαυδάω
-
8 ἐλεεινός
ἐλεεινός, ή, όν, [full] ἐλεινός h.Cer. 284, [dialect] Att. (Eup.25) and Trag. (v. infr.), but [full] ἐλεεινός Men.Sam. 156 Pap.: written [full] ἐλεηνός in LXXDa.9.23, 10.11: ([etym.] ἔλεος):—A finding pity, pitied, ; moving pity, piteous, 23.110, etc.; ἐλεινὸς εἰσορᾶν piteous to behold, A.Pr. 248; ἐλεινὸν ὁρᾷς thou lookest piteous, S.Ph. 1130 (lyr.);ἐσθῆτ' ἐλεινήν Ar.Ach. 413
; ;ἐλεινοὶ οἱ ἀδικοῦντες Lys.24.7
;ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεινότατον D.21.186
;- ότερος ἀνθρώποις τε καὶ θεοῖς Pl.Lg. 729e
.b having received mercy, LXX ll.cc.2 showing pity, ἐ. δάκρυον a tear of pity, Od.8.531, 16.219, Men.l.c.; οὐδὲν ἐλεινόν no feeling of pity, Pl.Phd. 59a, cf. R. 606b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλεεινός
-
9 ὑποβλέπω
A :— look up from under the brows at, look askance at, eye suspiciously or angrily (cf. ὑπόδρα), Pherecr. 153.2 (hex.), Ar.Lys. 519 (anap.), Th. 396;ὑ. αὐτὸν ὡς καταφρονοῦντα σφῶν Pl.Smp. 220b
; ὑποβλέψονταί σε διαφθορέα ἡγούμενοι Id.Cri. l.c., cf. Luc.Symp.6, App.Syr.45; also, cast stolen looks at, of lovers, Plu. 2.521b:—[voice] Pass., .2 of menacing looks,ἀπειλητικόν τι ὑ. Luc.Vit.Auct.7
;δεινόν τι καὶ θηριῶδες Id.Am.29
;ταυρηδὸν ὑ. πρὸς τὸν ἄνδρα
look mischievously,Pl.
Phd. 117b.3ὑ. ἐλεεινά APl.4.199
(Crin.);ἐς τὸν βάρβαρον Philostr.
Jun.Im.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβλέπω
-
10 οἰμώζω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > οἰμώζω
См. также в других словарях:
ἐλεεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεεινάς — ἐλεεινά̱ς , ἐλεεινός finding pity fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'λεείν' — ἀλεεινά , ἀλεεινός lying open to the sun neut nom/voc/acc pl ἀλεεινά̱ , ἀλεεινός lying open to the sun fem nom/voc/acc dual ἀλεεινά̱ , ἀλεεινός lying open to the sun fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀλεεινέ , ἀλεεινός lying open to the sun masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PASSER — I. PASSER Graece ςτρουθὸς, de gallina quoque nonnumquam usurpatur; uti Hebraei nomine tsippor, tum in specie passerem, tum in genere avem, notant. Nicander in Alexipharmacis, v. 16. Η᾿έτι μυελόεντα χαλικρότερον ποτὸν ἴσχοις Ο῎ρνιθος ςτρουθοῖο… … Hofmann J. Lexicon universale
ελεεινολογώ — ( έω) (ΑΜ ἐλεεινολογοῡμαι, έομαι) νεοελλ. 1. χαρακτηρίζω κάποιον ή μια κατάσταση ως ελεεινά, άξια να προκαλέσουν οίκτο 2. χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι ως ελεεινό, αποκρουστικό αρχ. μσν. διηγούμαι τις συμφορές για να προκαλέσω οίκτο … Dictionary of Greek
λυγρός — λυγρός, ά, όν (Α) 1. καταστρεπτικός, ολέθριος, δεινός, λυπηρός, θλιβερός («ἄλγεα λυγρά», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) α) επιβλαβής, βλαβερός («τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσεν σὺν λυγροῑς ἑτάροισι», Ομ. Οδ.) β) ανίκανος για μάχη, δειλός (οὐδ ἂν ἔγωγε ἀνδρὶ… … Dictionary of Greek
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
σχέτλιος — ία, ον, θηλ. και ίη και σπαν. ος, Α 1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ. β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ περί τι μένος … Dictionary of Greek
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek