-
1 вон
вон Iнареч (прочь) ἔξω:выйти \вон βγαίνω ἔξω· выгнать \вон διώχνω, βγάζω ἐξω· \вон отсюда! φύγε!, ἐξωΙ, ἔξω ἀπ' ἐδῶ!· ◊ лезть из ко́жи \вон βάζω ὀλα τά δυνατά· из рук \вон плохо πολύ ἄσχημα, ἐλεεινά, ἀπαίσια. -
2 жалкий
жалк||ийприл1. (вызывающий жалость) οίκτρός, ἀξιολύπητος, κακόμοιρος/ ἐλεεινός (с оттенком презрения):\жалкийая улыбка κακομοίρικο χαμόγελο· \жалкий вид ἡ ἐλεεινή δψη· быть \жалкийим εἶμαι ἀξιολύπητος·2. (ничтожный) ἄθλιος, τιποτένιος:\жалкийая роль ὁ τιποτένιος ρόλος· \жалкий трус ἐλεεινός φοβιτσιάρης· \жалкийο1. нареч οίκτρά [-ώς], ἀξιολύπητα, κακόμοιρα, ἐλεεινά:\жалкийο выглядеть ἔχω ἀξιολύπητη δψη·2. предик безл κρίμα:мне очень \жалкийο, что... λυπάμαι πολύ πού... -
3 sordidly
adverb ελεεινά -
4 жалкий
επ., βρ: -лок, -лка, -лко.1. ελεεινός, αξιολύπητος, οικτρός•-ое зрелище ελεεινό θέαμα•
- ое существо ελεεινό υποκείμενο (ή ύπαρξη)•
жалкий вид ελεεινή όψη•
-ая улыбка (παρά)πονεμένο χαμόγελο•
быть -им είμαι αξιολύπητος•
он находится в -ом состоянии (ή положении) αυτός βρίσκεται σε ελεεινή κατάσταση.
|| κακόμοιρος, καημένος, ταλαίπωρημένος, μαύρος.2. άθλιος, ευτελής• τιποτένιος•жалкий человек άθλιος άνθρωπος•
-ие остатки ελεεινά υπολείμματα•
-ая роль τιποτένιος ρόλος•
жалкий трус ελεεινός κιοτής.
3. (διαλκ. κ. παλ.) βλ. жалобный.εκφρ.- ие слова – λόγια πονεικά, συγκινητικά. -
5 жалко
επίρ, ελεεινά, οικτρά, άθλια κλπ. επ. || ως κατηγ. είναι κρίμα•жалко смотреть на него είναι κρίμα να τον βλέπεις, είναι αξιολύπητος•
мне его очень жалко λυπάμαι πολύ γι αυτόν•
жалко если дело не удастся είναι κρίμα αν δεν πετύχει η υπόθεση.
|| δυστυχώς. -
6 пресмыкаться
ρ.δ.1. παλ. έρπω•змеи -ются τα φίδια έρπουν.
2. μτφ. παλ. ζω ελεεινά, φυτοζωώ, ζω στη μιζέρια.3. μτφ. κολακεύω εξευτελιστικά•пресмыкаться перед сильными έρπω μπροστά στους ισχυρούς.
-
7 скверно
επίρ. άσχημα, κακώς, αισχρά, ελεεινά, αχρείως.
См. также в других словарях:
ἐλεεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεεινάς — ἐλεεινά̱ς , ἐλεεινός finding pity fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'λεείν' — ἀλεεινά , ἀλεεινός lying open to the sun neut nom/voc/acc pl ἀλεεινά̱ , ἀλεεινός lying open to the sun fem nom/voc/acc dual ἀλεεινά̱ , ἀλεεινός lying open to the sun fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀλεεινέ , ἀλεεινός lying open to the sun masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PASSER — I. PASSER Graece ςτρουθὸς, de gallina quoque nonnumquam usurpatur; uti Hebraei nomine tsippor, tum in specie passerem, tum in genere avem, notant. Nicander in Alexipharmacis, v. 16. Η᾿έτι μυελόεντα χαλικρότερον ποτὸν ἴσχοις Ο῎ρνιθος ςτρουθοῖο… … Hofmann J. Lexicon universale
ελεεινολογώ — ( έω) (ΑΜ ἐλεεινολογοῡμαι, έομαι) νεοελλ. 1. χαρακτηρίζω κάποιον ή μια κατάσταση ως ελεεινά, άξια να προκαλέσουν οίκτο 2. χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι ως ελεεινό, αποκρουστικό αρχ. μσν. διηγούμαι τις συμφορές για να προκαλέσω οίκτο … Dictionary of Greek
λυγρός — λυγρός, ά, όν (Α) 1. καταστρεπτικός, ολέθριος, δεινός, λυπηρός, θλιβερός («ἄλγεα λυγρά», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) α) επιβλαβής, βλαβερός («τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσεν σὺν λυγροῑς ἑτάροισι», Ομ. Οδ.) β) ανίκανος για μάχη, δειλός (οὐδ ἂν ἔγωγε ἀνδρὶ… … Dictionary of Greek
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
σχέτλιος — ία, ον, θηλ. και ίη και σπαν. ος, Α 1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ. β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ περί τι μένος … Dictionary of Greek
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek