-
41 προεδρευω
-
42 προκρινω
1) делать выбор, отбирать, выбиратьἐκ πάντων τινὰς π. Her. — сделать выбор в пользу кого-л. предпочтительно перед всеми (остальными);
ἐκ προκρίτων προκρίνεσθαι Plat. — делать отбор из (числа уже) отобранных;ὅ προκριθεὴς καὴ ὅ προκρίνων Plat. — (как) избранный, так и избирающий;τὰ προκεκριμένα (sc. γένη) Her. — отборные, т.е. наиболее выдающиеся племена;τὸ ἐμὲ προκριθῆναι ὑπὸ ὑμῶν ἄρχοντα Xen. — избрание меня вами в качестве архонта2) отдавать преимущество, предпочитатьπ. τινὰ ἑαυτοῦ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Plat. — отдавать кому-л. предпочтение перед собой при выборе на государственные посты
3) ставить выше(τινά τινος Her.)
προκεκρίσθαι εἶναι κάλλιστον Xen. — считаться самым прекрасным4) решать заранее или первым, предрешатьβαρύ τε καὴ κοῦφον ἁφὰ προκρίνει Plat. — что тяжело и что легко, решает уже осязание;
τὸ ἐκ τῆς βουλῆς προκριθέν Arst. — сделанный выбор, намерение -
43 εδώλιο(ν)
-
44 εδώλιο(ν)
-
45 επανέρχοματ
(αόρ. επανήλθαν)1) возвращаться, приходить снова; 2) возобновляться;οι πόνοι αρχίζουν να μού επανέρχονται — боли начали возобновляться;
3) возвращаться (к рассмотрению, обсуждению);διαρκώς επανέρχοματ επί τού αότού θέματος — постоянно возвращаться к этому вопросу;
τό ζήτημα θα επανέλθει ενώπιον της βουλής вопрос снова будет рассмотрен в парламенте;4) восстанавливаться (об уволенных);επανέρχοματ εις την υπηρεσίαν — возвращаться на службу;
§ επανέρχοματ είς τάς αισθήσεις μου — приходить в себя
-
46 πρακτικά
τα протокол, протокольные записи (собрания и т. п.);τα πρακτικά της Βουλής — стенограмма заседаний парламента;
κρατώ πρακτικά — вести протокол, протоколировать;
γράφω στα πρακτικά — внести в протокол;
συντάσσω πρακτικά — составлять протокол
-
47 προεδρείο(ν)
το президиум;επίτιμο προεδρείο(ν) — почётный президиум;
προεδρείο(ν) της Βουλής — президиум парламента;
τό Προεδρείο τού Ανωτάτου Σοβιέτ Президиум Верховного Совета -
48 προεδρείο(ν)
το президиум;επίτιμο προεδρείο(ν) — почётный президиум;
προεδρείο(ν) της Βουλής — президиум парламента;
τό Προεδρείο τού Ανωτάτου Σοβιέτ Президиум Верховного Совета -
49 σύγκληση
[-ις (-εως)] η созыв;σύγκληση της Βουλής — созыв парламента
-
50 chamber
[' eimbə]1) (a room.) δωμάτιο, θάλαμος2) (the place where an assembly (eg Parliament) meets: There were few members left in the chamber.) αίθουσα3) (such an assembly: the Upper and Lower Chambers.) τμήμα της Βουλής4) (an enclosed space or cavity eg the part of a gun which holds the bullets: Many pistols have chambers for six bullets.) θαλάμη•- chamber music -
51 peer
I [piə] noun1) (a nobleman (in Britain, one from the rank of baron upwards).) ευγενής/μέλος της Βουλής των Λόρδων2) (a person's equal in rank, merit or age: The child was disliked by his peers; ( also adjective) He is more advanced than the rest of his peer group.) συνομίλικος/ομότιμος•- peerage- peeress
- peerless II [piə] verb(to look with difficulty: He peered at the small writing.) κοιτάζω με προσπάθεια/ερευνητικά -
52 speaker
1) (a person who is or was speaking.) ομιλητής/πρόεδρος της Βουλής2) ((sometimes loudspeaker) the device in a radio, record-player etc which converts the electrical impulses into audible sounds: Our record-player needs a new speaker.) μεγάφωνο,ηχείο -
53 μυστήριον
-ου + τό N 2 0-0-0-17-14=31 Dn 2,18.19.27mystery, secret rite, ceremony (mostly pl.; in relig. sense) Wis 14,15; mystery, secret (in secular sense)Tob 12,7; secret (in mil. sense) 2 Mc 13,21; τὰ μυστήρια the mysteries Dn 2,28τὸ μυστήριον τῆς βουλῆς secret designs Jdt 2,2; οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια θεοῦ they have not understood the mysteries of God (God’s unfathomable purposes) Wis 2,22Cf. BROWN, R. 1958, 422-427; CARAGOUNIS 1977 22-26. 119-127; HATCH 1889, 57-58; LARCHER 1983264-265; 1984 435-436; 1985 811.827; VON SODEN 1911, 197-199; →TWNT -
54 лорд-канцлер
-а α.πρόεδρος της Βουλής των λόρδων πρόεδρος του ανώτατου δικαστηρίου (στην Αγγλία). -
55 парламент
-а α.Βουλή, Κοινοβούλιο•верхний парламент η άνω Βουλή•
нижний парламент η κάτω Βουλή•
член -а μέλος της Βουλής ή του Κοινοβουλίου.
-
56 роспуск
-а α.1. απόλυση, άφεση (από τα μαθήματα).2. διάλυση•роспуск парламента διάλυση της Βουλής.
3. βλ. росплывь. -
57 спикер
-а α.1. πρόεδρος της Βουλής (Αγγλία, Αμερική).2. (αθλτ.) εκφωνητής (αποτελεσμάτων). -
58 δόγμα
A that which seems to one, opinion or belief, Pl.R. 538c;δ. πόλεως κοινόν Id.Lg. 644d
, etc.; esp. of philosophical doctrines, Epicur.Nat.14.7, 15.28, Str.15.1.59, Ph.1.204, etc.; notion, Pl.Tht. 158d, al.2 decision, judgement, Id.Lg. 926d (pl.); public decree, ordinance, And.4.6;τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δ. D.5.19
, cf. 18.154; δόγμα ποιήσασθαι, c. inf., X.An.3.3.5; esp. of Roman Senatus-consulta,δ. συγκλήτου Plb.6.13.2
, IG12(3).173.22;δ. τῆς βουλῆς D.H.8.87
. -
59 εἰσιτήριος
A belonging to entrance: εἰσιτήρια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice at the beginning of a year or entrance on an office, D.19.190;εἰ. ὑπὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι Id.21.114
, cf. SIG 695.25 (Magn. Mae., ii B.C.), D.C.45.17;εἰσιτήριοι θυσίαι Hld.7.2
: sg., εἰσιτήριον, τό, entrance-deposit, PRyl.77.37 (ii A.D., ἰσητ-Pap.):— [dialect] Att. Inscrr. have [full] εἰσιτητήρια, IG22.17, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσιτήριος
-
60 καταμαρτυρέω
A bear witness against, τινος Antipho 2.4.10, D.19.120, 29.9, Mitteis Chr. 31v33 (ii B.C.), etc.;κατά τινος D.28.3
, etc.: c. acc. rei,ψευδῆ κ. τινός Id.45.46
(Docum.), 29.2, Is.5.12, cf. Ev.Matt.26.62: abs.,αὐτὸ τὸ ψήφισμα τῆς βουλῆς—μαρτυρήσει Lys.13.28
:—[voice] Pass., have evidence given against one, ; κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ to be convicted, Aeschin. 1.90.2 [voice] Pass., of evidence, to be given against one,ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Is.5.25
, cf. 6.15: abs., D.29.55.III Astrol., exercise malign influence over, 'aspect', Vett.Val.104.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμαρτυρέω
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… … Dictionary of Greek
δεδηλωμένης, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο σχηματισμός κυβέρνησης ανατίθεται στον αρχηγό του κόμματος που έχει τη δεδηλωμένη πλειοψηφία της βουλής. Την αρχή αυτή εισηγήθηκε το 1875 ο Χαρίλαος Τρικούπης με τον Λόγο του Θρόνου, που… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek