Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προεδρείο(ν)

  • 1 προεδρείο(ν)

    το президиум;

    επίτιμο προεδρείο(ν) — почётный президиум;

    προεδρείο(ν) της Βουλής — президиум парламента;

    τό Προεδρείο τού Ανωτάτου Σοβιέτ Президиум Верховного Совета

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προεδρείο(ν)

  • 2 προεδρείο(ν)

    το президиум;

    επίτιμο προεδρείο(ν) — почётный президиум;

    προεδρείο(ν) της Βουλής — президиум парламента;

    τό Προεδρείο τού Ανωτάτου Σοβιέτ Президиум Верховного Совета

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προεδρείο(ν)

  • 3 προεδρείο

    [проэдрио] ονσ. о. президиум.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προεδρείο

  • 4 προεδρείο

    [проэдрио] ονσ. о. президиум.

    Эллино-русский словарь > προεδρείο

  • 5 προεδρείο

    başkanlık! yönetici kurul, reislik, riyaset

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > προεδρείο

  • 6 προεδρείο

    panel

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προεδρείο

  • 7 президиум

    президиум м το προεδρείο;
    * * *
    м
    το προεδρείο

    почётный прези́диум — το επίτιμο προεδρείο

    Русско-греческий словарь > президиум

  • 8 почётный

    I почётный \почётный το επίτιμο προεδρείο· Президиум Верховного Совета СССР το Προεδρείο του Ανωτάτου Σοβιέτ της Ε.Σ.Σ.Δ. II почётный επίτιμος, τιμητικός* \почётный член το επίτιμο μέλος
    * * *
    επίτιμος, τιμητικός

    почётный членτο επίτιμο μέλος

    Русско-греческий словарь > почётный

  • 9 президиум

    президиум
    м τό προεδρείο[ν], τό Πρε-ζίντιουμ:
    Президиум Верховного Совета СССР τό Προεδρείο τοῦ "Ανωτάτου Σο-βιέτ τής ΕΣΣΔ.

    Русско-новогреческий словарь > президиум

  • 10 президиум

    α.
    το προεδρείο•

    избрание -а εκλογή προεδρείου•

    президиум верховного совета το προεδρείο του Ανώτατου Σοβιέτ.

    Большой русско-греческий словарь > президиум

  • 11 президиум

    το προεδρείο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > президиум

  • 12 выводить

    выводить
    несов
    1. (откуда-л.) ἐξάγω, ἐκβάλλω, βγάζω ἔξω, ὀδηγῶ ἐξω/ ἀποκομίζω (уводить)/ ἀποσύρω (войска)·
    2. (исключать) βγάζω, διώχνω, ἀποβάλλω, ἀποπέμπω:
    \выводить из состава президиума βγάζω ἀπό τό προεδρείο·
    3. (уничтожать) ξερριζώνω (сорняки и т. п.)/ ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω (паразитов)/ βγάζω, καθαρίζω, ξελεκιάζω (пятна и т. п.)·
    4. (делать вывод) συμπεραίνω, συνάγω·
    5. (выращивать) μεγαλώνω, θρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ τά φυτά (растения):
    \выводить цыплят ἐκκολάπτω, ξεκλωσσώ· 6.:
    \выводить на орбиту τοποθετώ στήν τροχιά· ◊ \выводить из затруднения βγάζω ἀπό τή δυσκολία· \выводить из терпения кого́-л. κάνω κάποιον νά χάσει τήν ὑπομονή του· \выводить кого́-л. на свежую воду ξεσκεπάζω κάποιον, ξεμασκαρώνω, ἀποκαλύπτω· \выводить из строя а) воен. θέτω ἐκτός μάχης, καθιστώ ἀνίκανο, б) (привести в негодность) ἀχρηστεύω.

    Русско-новогреческий словарь > выводить

  • 13 βγάζω

    (αόρ. εβγαλα) μετ.
    1) вынимать, вытаскивать; вычерпывать (воду); извлекать (тж. перен.);

    βγάζω τό σπαθί από τη θήκη του — вынимать шпагу из ножен;

    βγάζω τό δόντι — удалять зуб;

    βγάζω εξω — а) выносить, вытаскивать, выводить (откуда-л.); — б) выгонять, прогонять, выставлять за дверь;

    βγάζω όφελος από κάτι — извлекать пользу из чего-л.;

    2) снимать, удалять;

    βγάζω τα ρούχα (τα παπούτσια) μου — снимать одежду (обувь);

    βγάζω την κρέμα — снимать, удалять сливки;

    βγάζω τα λέπια από το ψάρι — чистить рыбу;

    βγάζω τό καράβι από την ξέρα — снимать судно с мели;

    3) удалять, выводить; стирать;

    βγάζω τό λεκέ — выводить пятно;

    4) выжимать, выдавливать;

    βγάζω λάδι

    выжимать масло;

    βγάζω τό ζουμί από το λεμόνι — выжимать сок из лимона;

    5) копировать, делать, снимать копию;

    βγάζω αντίτυπο — отпечатать копию;

    βγάζω αντίγραφο — снимать копию;

    βγάζω κάποιον φωτογραφία — снимать, фотографировать кого-л.;

    6) увольнять; отстранять, освобождать; исключать;

    βγάζω από τη θέση — снять с работы;

    βγάζω από το προεδρείο (Πολιτικό Γραφείο) — выводить из состава президиума (политбюро);

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βγάζω

  • 14 выбрать

    -беру, -берешь ρ.σ.μ.
    1. εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω• ξεδιαλέγω, καθαρίζω•

    выбрать сор из семян καθαρίζω το σπόρο•

    выбрать цитаты из классиков βγάζω περικοπές από τους κλασσικούς•

    выбрать профессию εκλέγω επάγγελμα. выбрать себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας.

    2. εκλέγω με ψηφοφορία•

    выбрать президиум εκλέγω προεδρείο.

    3. βγάζω, εξάγω• τραβώ, σύρω προς τα ε’ζω•

    выбрать все из сундука βγάζω όλα τα πράγματα από το σεντούκι" выбрать сеть τραβώ το δίχτυ.

    || εξαντλώ, καταναλώνω•

    выбрать все запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα.

    4. βρίσκω, εξοικονομώ (για χρόνο)•

    не могу выбрать свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη.

    5. λαβαίνω, παίρνω•

    выбрать патент παίρνω πατέντα,

    απλ. βγάζω (ύστερα από συνδυασμούς, υπολογισμούς)" выбрать из остатков материала платье βγάζω (κόβω), από περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυμα.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία, ανάμεσα απο•

    выбрать из болота βγαίνω μέ δυσκολία από το βάλτο.

    || απαλλάσσομαι•

    выбрать из долгов βγαίνω από τα χρέη.

    2. μετοικώ, μετακομίζομαι, αλλάζω κατοικία.
    3. βλ. выбрать (4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбрать

  • 15 почётный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. αξιότιμος, αξιοσέβαστος, σεπτός, ερίτιμος.
    2. τιμητικός•

    -ая грамота γράμμα τιμής•

    почётный караул τιμητική φρουρά•

    -ое место τιμητική θέση•

    -ое звание τιμητικός τίτλος.

    || επίτιμος•

    почётный член επίτιμο μέλος•

    почётный президиум•επίτιμο προεδρείο.

    3. έντιμος•

    почётный мир έντιμη ειρήνη.

    εκφρ.
    почётный легион – λεγεώνα της τιμής.

    Большой русско-греческий словарь > почётный

  • 16 состав

    α.
    1. το σύνολο•

    состав словарный состав языка το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, ο θησαυρός λέξεων μιας γλώσσας.

    || (χημ.) η σύνθεση, τα συστατικά. || ενώσεις, μείγμα, διάλυμα.
    2. το προσωπικό• το σώμα•

    преподавательский состав το διδακτικό προσωπικό•

    офицерский состав το σώμα αξιωματικών•

    командный состав οι διοικητές•

    руководящий состав οι καθοδηγητές•

    лтный состав οι αεροπόροι.

    3. αμαξοστοιχία, συρμός•

    пассажирский состав επιβατική αμαξοστοιχία.

    || σώμα ανθρώπου.
    εκφρ.
    в -е – σε σύνολο, σε αριθμό, σε ποσότητα•
    президиум в -е семи человек – προεδρείο από εφτά άτομα•
    в полном - – θ σε πλήρη απαρτία•
    состав преступления – το σώμα του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > состав

  • 17 panel

    1) προεδρείο
    2) φάτνωμα

    English-Greek new dictionary > panel

См. также в других словарях:

  • προεδρείο — το, Ν [πρόεδρος] 1. το σύνολο τών προσώπων που προΐστανται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα («εξελέγη το νέο προεδρείο τής Βουλής») 2. η θέση, ο χώρος όπου κάθονται κατά τη συνέλευση ο πρόεδρος και τα υπόλοιπα μέλη τού προεδρείου («η συνέλευση… …   Dictionary of Greek

  • προεδρείο — το 1. το σύνολο των προσώπων που διευθύνουν σωματείο ή τις εργασίες συνεδρίου, συνέλευσης κτλ.: Το προεδρείο της Βουλής. 2. η θέση του προέδρου και των μελών γύρω απ αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ανώτατο Σοβιέτ — Ήταν το σοβιετικό κοινοβούλιο, ανώτατο όργανο της κρατικής εξουσίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση, και μοναδικό νομοθετικό σώμα. Διέθετε δύο βουλές, το Σοβιέτ της Ένωσης, τα μέλη του οποίου εκπροσωπούσαν τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • Hellenic Parliament — Βουλή των Ελλήνων Vouli ton Ellinon Type Type …   Wikipedia

  • ένσταση — η (AM ἔνστασις) [ενίστημι] αντίρρηση, αντίθεση σε επιχείρημα ή άποψη νεοελλ. 1. ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει ο εναγόμενος εναντίον τής εις βάρος του αγωγής ή αντιπρόταση άλλου δικαιώματος του 2. φρ. «ένσταση απαρτίας» αντίρρηση που υποβάλλεται… …   Dictionary of Greek

  • κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας …   Dictionary of Greek

  • Άστρος — Κωμόπολη (υψόμ. 40 μ., 2.359 κατ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Βόρειας Κυνουρίας. Εθνοσυνέλευση του Ά. Μετά την καταστροφή των δυνάμεων του Δράμαλη στην Πελοπόννησο και την πτώση του Παλαμηδιού,… …   Dictionary of Greek

  • Γαμαλιήλ — Όνομα Εβραίων νομοδιδασκάλων. 1. Γ. Α’ (1ος αι. μ.Χ.). Περίφημος νομοδιδάσκαλος της Ιερουσαλήμ του οποίου μαθητής ήταν και ο Απόστολος Παύλος. Διακρινόταν για τη σοφία και τη σύνεσή του, αρετές που αποδείχτηκαν όταν ως μέλος του Μεγάλου Ιουδαϊκού …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • ΕΦΕΕ — (Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας). Συνδικαλιστικό όργανο των φοιτητών όλων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), το οποίο εκφράζει όλο το φοιτητικό κίνημα της χώρας μας. Ιδρύθηκε το 1975, έχει έδρα την Αθήνα και συμμετέχουν σε αυτό ως… …   Dictionary of Greek

  • κοίλον — Ο χώρος των αρχαίων θεάτρων που προοριζόταν για το κοινό. Στην αρχαία Ελλάδα το κοινό καθόταν σε βαθμίδες κλιμάκων, υπερυψωμένων σε σχέση με το χώρο της σκηνικής δράσης. Αρχικά το σχήμα του κ. ήταν ορθογώνιο ή τραπεζοειδές (για παράδειγμα, στους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»