-
1 εισιτητήρι'
εἰσιτητήρια, εἰσιτητήριοςneut nom /voc /acc plεἰσιτητήριε, εἰσιτητήριοςmasc /fem voc sg -
2 εἰσιτητήρι'
εἰσιτητήρια, εἰσιτητήριοςneut nom /voc /acc plεἰσιτητήριε, εἰσιτητήριοςmasc /fem voc sg -
3 εἰσιτήριος
A belonging to entrance: εἰσιτήρια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice at the beginning of a year or entrance on an office, D.19.190;εἰ. ὑπὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι Id.21.114
, cf. SIG 695.25 (Magn. Mae., ii B.C.), D.C.45.17;εἰσιτήριοι θυσίαι Hld.7.2
: sg., εἰσιτήριον, τό, entrance-deposit, PRyl.77.37 (ii A.D., ἰσητ-Pap.):— [dialect] Att. Inscrr. have [full] εἰσιτητήρια, IG22.17, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσιτήριος
-
4 ἱεροποιέω
A serve asἱεροποιός, -ποιῶν καὶ θύων ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας Antipho 6.45
, cf. Pl.Ly. 207d, IG11(2).144A (Delos, iv B.C.); τῇ Ἀθηνᾷ ib.22.1257 (iv B.C.);τῷ Ἀπόλλωνι SIG1037.6
(Milet., iv/iii B.C.), etc.: c. acc.,ἱ. εἰσιτητήρια ὑπὲρ τῆς βουλῆς D.21.114
;οἱ τὰ μυστήρια -ποιήσαντες IG2.872
;ἱ. τὰ Ἀπολλώνια BCH36.413
(Delos, ii B.C.).II deify, Aristid.1.191 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεροποιέω
См. также в других словарях:
εἰσιτητήρι' — εἰσιτητήρια , εἰσιτητήριος neut nom/voc/acc pl εἰσιτητήριε , εἰσιτητήριος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)