-
41 αγωνιζομαι
1) биться, сражаться(περί τινος Thuc., Xen., Isocr.; πρός τινα Thuc.)
μῶν τι κεδνὸν ἠγωνίζετο ; Eur. — отличился ли он в сражении?;περὴ τῶν ἁπάντων ἀγωνίσασθαι Thuc. — повести борьбу не на жизнь, а на смерть;μέγας κίνδυνος ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἠγωνίσθη Lys. — разгорелась великая борьба за свободу2) спорить, соревноваться, состязаться, соперничать Plat., Arst., Dem.ἀ. στάδιον Her. — принимать участие в состязании;
ὁτ΄ Θεόγνις ἠγωνίζετο Arph. — когда выступал в (поэтическом) состязании Феогнид;ἐν τῷ πλήθει ἀ. Xen. — вести публичный диспут;λαμπρὸν ἐπιτάφιον ἀγωνίσασθαί τινι Plut. — устроить торжественные состязания в память кого-л.3) оспаривать, обсуждатьτὰ ἠγωνισμένα Eur. — оспариваемые мнения, спорные вопросы;
ἐπεὴδ΄ ἀγῶνα καὴ σὺτόνδ΄ ἠγωνίσω, ἄκουε Eur. — поскольку ты начал этот спор, выслушай (и меня);ὅ νῦν ἀγωνιζόμενος νόμος Dem. — ныне обсуждаемый закон4) подвизаться на сцене, выступатьἂ πολλάκις ἠγωνίσω Dem. — роли, которые ты часто исполнял5) прилагать усилия, добиватьсяἀγωνίσασθαι δόξαν τινὴ καταθέσθαι Thuc. — стяжать славу кому-л.
6) судитьсяἀ. τὸν φόνον Eur. — судиться за убийство;
ἀ. ψευδομαρτυριῶν (sc. δίκην или γραφήν) Dem. — судиться за лжесвидетельство;ἀγωνιεῖσθαι εὖ μετὰ τοῦ δικαίου Lys. — будучи правым, выиграть процесс -
42 αρνυμαι
(только praes. и impf.; fut. и aor. - от αἴρομαι: ἀροῦμαι и ἠρόμην)1) добывать, снискивать(τιμήν τινι Hom.; τοῦ δικαίου τέν δόκησιν Plut.)
2) оспаривать, отстаивать(τι Hom.)
ἄ. ψυχήν Hom. — бороться за свою жизнь3) получать(μισθόν Plat., Arst.)
ἄ. λώβαν Eur. — мстить за обиду;μᾶλλον ἄ. Plat. — предпочитать -
43 ελευσις
-
44 κατολιγωρεω
относиться с пренебрежением, презирать(τοῦ δικαίου Lys.; κατολιγωρήσας ἀφῆκέ τι Arst.)
-
45 δίκαιο
[ν] τό1) право, справедливое требование; правота;έχω δίκαιο — быть правым;
δεν έχω δίκαιο — быть неправым;
διεκδικώ τα δίκαια μου отстаивать свои права;2) справедливость; εν ονόματι τού δικαίου во имя справедливости; 3) правосудие;απονέμω δίκαιο — отправлять правосудие;
4) юр. право; юриспруденция;δημόσιο (ποινικό, διεθνές) δίκαιο — государственное (уголовное, международное) право:
συνταγματικό δίκαιο — конституционное право;
ιδιωτικό ( — или αστικό) δίκαιο — гражданское право;
5) закон, правило;άγραφο δίκαιο — неписаный закон
-
46 δίκαιος
-α,-ον + A 27-10-56-221-121=435 Gn 6,9; 7,1; 18,23(bis).24just, righteous Gn 6,9ὁ δίκαιος the righteous, just Gn 18,23; τὸ δίκαιον righteousness Jb 34,10; τὰ δίκαια legal or civil rightsWis 19,16; αἷ̔μα δίκαιον innocent blood Jl 4,19*1 Sm 2,2 δίκαιος righteous-צדיק for MT צור rock, cpr. Dt 32,4.30; Ps 17(18),32; 2 Sm 22,32 (where LXX also replaces the divine epithet צור); *Jb 36,10 τοῦ δικαίου of the righteous-רשׁי/מ for MT מוסר warningCf. HILL 1967 104-110; KILPATRICK 1942=1990 327-329; KRAŠOVEC 1988 266-269; LARCHER 1983239-240; 1985 723-724; SPICQ 1982, 122-128; →NIDNTT; TWNT -
47 правовой
επ.νομικός, του δικαίου•правовой институт ινστιτούτο νομικής (νομική σχολή).
-
48 βραβευτής
A = βρᾳβεύς, Is.9.35, POxy.1050.11 (ii/iii A.D.);β. τῶν λόγων Pl.Prt. 338b
;β. τοῦ δικαίου ὁ δικαστής Arist.Rh. 1376b20
, cf. Ph.2.346, al.; αἱρεῖσθαί τινα β. Plu.Cat.Mi.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραβευτής
-
49 καταρρυθμίζω
A bring into rhythm, Hld.3.3; τὰ κατερρυθμισμένα passages over-rhythmical, Longin.41.2: metaph., κ. τινὰ (neut.)ἐς τὴν τοῦ δικαίου δόξαν Philostr.VA7.18
:—[voice] Pass.,γέροντα εἰς βίον ἥμερον Ath.5.179a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρυθμίζω
-
50 κατολιγωρέω
A neglect utterly,τοῦ δικαίου Lys.9.16
; [ ἀνδρός] Longin. 13.2, cf. Jul.Or.1.2a:—[voice] Pass., SIG888.153 (Scaptopara, iii A.D.).2 abs., to be negligent,ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις Diogenian.2.75
, cf. PSI4.426.3 (iii B.C.); κατολιγωρήσαντες with contempt, Arist.Rh.Al. 1421a15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατολιγωρέω
-
51 κίνδυνος
A danger, hazard, venture, whether abstract or concrete,πᾶσίν τοι κ. ἐπ' ἔργμασιν Thgn.585
, cf. 637;ὁ μέγας κ. ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81
; κ. γαλέης danger of or from her, Batr.9;κ. ἀϋτᾶς Pi. N.9.35
;τὸν κ. τῆς μάχης Th.2.71
; κίνδυνον ἀναρριπτέειν to run a risk, Hdt.7.50, etc.; ;κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ A.Th. 1033
; κίνδυνον ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, Hdt.3.69, X.Cyr.1.5.12; αἴρεσθαι, ἄρασθαι, ἀρεῖσθαι, E.Heracl. 504, Antipho 5.63, And.1.11; ξυνάρασθαι Th.l.c.;ἐγχειρίσασθαι Id.5.108
, etc.;ὑπομεῖναι X.Cyr.1.2.1
;μετὰ τοῦ δικαίου ποιούμενος τοὺς κ. Isoc.14.42
;κινδύνῳ περιπίπτειν Th.8.27
; ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι, Id.7.77, Antipho 5.7;ἐπὶ κινδύνους χωρεῖν Th.2.39
;πρὸς αὐθαιρέτους κ. ἰέναι Id.8.27
;ἐς κ. ἐμβαίνειν X. Cyr.2.1.15
;ἐς κ. καταστῆσαί τινα Th.5.99
;κινδύνῳ βάλλειν τινά A. Th. 1053
;τὸν ἐπιόντα κίνδυνον Aeschin.3.148
; τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κ. ib.163;τὸν κατειληφότα κ. τὴν πόλιν D.18.220
;οὐ περὶ τῶν ἴσων ὁ κ. X.HG7.1.7
;ἔνι κ. ἐν τῷ πράγματι Ar.Pl. 348
; κ. [ ἐστι] c. inf., Pi.N.8.21, Lys.13.27, Pl.Cra. 436b, etc.;πόλιν κ. ἔσχε πεσεῖν E.Hec.5
;κ. ἀσφαλέστερος Antipho 2.2.9
;κ. ἀνθρώπινοι.., θεῖοι And. 1.139
; ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κ. at his own risk, Arist.Pol. 1286a14;ἰδίῳ ἡμῶν κ. PLond.2.356.4
(i A.D.);καθαρὸς ἀπὸ παντὸς κ. PIand.35.10
(ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνδυνος
-
52 οὐδέ
A CONJUNCTION, but not, mostly answering to μέν (sts. written divisim), Il.5.138, 24.418; without μέν, 5.21, etc.: sts. the first οὐδέ, but not, is folld. by οὐδέ, nor,ἄλλοις μὲν πᾶσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ' Ἥρῃ, οὐδὲ Ποσειδάων', οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ 24.25
.II more freq. and not, nor: sts. without a neg. preceding,Κίρκη δ' ὡς ἐνόησεν ἔμ' ἥμενον, οὐδ' ἐπὶ σίτῳ χεῖρας ἰάλλοντα Od.10.375
; , cf. 102, 259,al.;δεινὸν γάρ, οὐδὲ ῥητόν S.Ph. 756
, cf. 996, OT 398, 868(lyr.), Hdt.1.97, etc.: after a neg. compd.,ὃν ἠτίμησ' Ἀγαμέμνων, οὐδ' ἀπέλυσε θύγατρα Il.1.95
; ;ἄστιπτος οὐδ' οἰκουμένη S.Ph.2
;ἄθικτος οὐδ' οἰκητός Id.OC39
.2 with a neg. preceding, nor,βρώμης δ' οὐχ ἅπτεαι οὐ. ποτῆτος Od.10.379
;οὐκέτισοὶ.. μένος ἔμπεδον οὐ. τις ἀλκή 22.226
;οὐκ ἔχων βάσιν οὐ. τιν' ἐγχώρων S.Ph. 692
(lyr.), cf. 681 (lyr.), 905, 955, X.Oec.20.2, etc.: sts. the preceding neg. is itself οὐδέ, = and not, as in Od.22.222; οὐδέ, = nor may be repeated any number of times, e.g. three times in S.OT 1378.—Sts. the neg. follows the whole word-group instead of preceding it, σιδήρῳ δὲ οὐδ' ἀργύρῳ χρέωνται οὐδέν but iron or silver use they not at all, Hdt. 1.215; ;ἁπλοῦν μὲν οὐ. δίκαιον οὐδὲν ἂν εἰπεῖν ἔχοι D.22.4
: but οὐδὲ.. οὐδέ never means neither.. nor (like οὔτε.. οὔτε); where this combination occurs, the first οὐδέ is used without reference to the second, e.g. καὶ μὴν οὐδ' ἡ ἐπιτείχισις οὐδὲ τὸ ναυτικὸν ἄξιον φοβηθῆναι and moreover we have no reason to fear their fortifications, nor yet their navy, Th.1.142.III οὐδέ may also follow οὔτε, by an anacoluth., as in τε.., δέ .. (v.οὔτε 11.3
); but οὔτε cannot follow οὐδέ.—Cf.μηδέ A. 2
.B ADVERB, not even, in Hom. mostly with Advbs., οὐδ' ῃβαιόν not even a little, no not a bit, not at all, Il.2.386;οὐ. τυτθόν 1.354
;οὐ. μίνυνθα 20.27
; so also ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι φρένες οὐδ' ἠβαιαί he has no sense, no not even a little, 14.141, cf. Od.21.288;τότε μὲν εὖ ζῶντες, νῦν δὲ οὐ. ζῶντες Pl.R. 329a
: freq. in [dialect] Att., τούτῳ μὲν οὐ. διελέγετο he did not even exchange words with him, Lys.3.31, cf. Ar.Nu. 425;οὐδ', εἰ γέγονεν, οἶδα D.18.70
, etc.: in the same sense,οὐ. γ' Pl.Phd. 97a
, 97b, 106b;οὐ. γ' αὖ Id.R. 499a
;οὐ. μήν X.Cyr.3.3.50
, etc.; [dialect] Ep.οὐ. μέν Il.9.374
, etc.: in [dialect] Att. freq. with εἷς (whence οὐδείς), οὐδ' ἂν εἷς θύσειεν Ar.Pl. 137
: sts. without elision, οὐδὲ εἷς ib. 1182, Herod.1.45;οὐκ ἄλλ' οὐ. ἕν Ar.Pl. 138
, cf. Ra. 927; alsoοὐ. καθ' ἕν Th.2.87
;οὐ. παρ' ἑνός X.Cyr.2.3.10
, etc.—This οὐδέ freq. follows καί, and not even, καὶ οὐδ' αὐτοὶ αὖ μόνον, ἀλλὰ καὶ .. Th.7.56, cf. X.An.3.2.4, etc.; also ἀλλ' οὐδέ, most freq. in phrase ἀλλ' οὐδ' ὧς .. Il.7.263,9.351, etc.II also not, not.. either, nor yet.., ὁ δίκαιος τοῦ δικαίου δοκεῖ τί σοι ἂν ἐθέλειν πλέον ἔχειν; Answ. οὐδαμῶς .. ; Qu. τί δέ; τῆς δικαίας πράξεως; Answ.οὐ. τῆς δικαίας Pl.R. 349b
, cf. Ap. 19d, 21d, X.Mem.3.11.4.I in Relat. as well as antec. clause,ὥσπερ οὐδ' ηὔχετο, οὐδ' ᾤετο Pl.Alc.2.141a
, cf. X.Cyr.1.6.18.II οὐ γὰρ οὐδέ, asἀλλ' οὐ γὰρ οὐ. νουθετεῖν ἔξεστί σε S.El. 595
, cf. Aj. 1242, OT 287, etc.; οὐ. γὰρ οὐ. Il.5.22, 6.130, Od.8.32, Hdt.4.16, etc.; οὐ. μὲν οὐ. Il.2.703, etc.; οὐ μὰν οὐ. 23.441, etc.; cf. οὐ c. -
53 παραγιγνώσκω
A decide wrongly, commit an error of judgement,ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῦ X.Mem.1.1.17
;π. τοῦ δικαίου Philostr.VS2.27.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγιγνώσκω
-
54 παρέκβασις
2 esp. of the deviations of constitutional forms, as τυραννίς is a π. of monarchy, oligarchy of aristocracy, democracy of ἡ πολιτεία, Id.EN 1160a31, cf. Pol. 1279a20, 1283a29, al.II digression, Is.6.59 (pl.), Plb.1.15.13, al., Apollon. Cit.3; τὴν π. ποιήσασθαι, ποιεῖσθαι τὰς π., D.H.1.53, D.S.1.37, cf. Phld.Rh.1.157S.;κατὰ παρέκβασιν Plb.3.2.7
, 31.30.4, S.E.P.3.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέκβασις
-
55 προκρίνω
προ-κρίνω [ῑ],A choose before others, prefer, select, Th.4.80; , etc.; , cf. 746, Hel. 47;π. τινὰς ἐκ πάντων Hdt.1.70
:—[voice] Med., :—[voice] Pass., to be preferred before others, ταῦτα ἦν τὰ προκεκριμένα [γένεα] the most eminent, Hdt.1.56, cf.9.26;εἴ τις δ' ὑμῶν κάλλει προκριθῇ Cratin.28
;προκριθῆναι ὑφ' ὑμῶν ἄρχοντα X.An. 6.1.26
, cf. HG6.5.34;ὁ προκριθεὶς καὶ ὁ προκρίνων Pl.Lg. 765e
; ;ἄλλους ἀνθ' ἡμῶν προκριθῆναι Isoc.Ep.9.17
: folld. by inf.,τοῦτο προκέκριται κάλλιστον εἶναι X.Cyr. 2.3.8
, cf. Ap.21.b make a preliminary selection of candidates for office, Arist.Ath.8.1, al.:—[voice] Pass.,προεκρίθην κληροῦσθαι D.57.46
, cf. 47,62.2 c. gen., prefer before,ῥώμην τῆς σοφίης Xenoph.2.14
;τὸ ἐπιεικὲς τοῦ δικαίου Gorg.Fr.6
; :—[voice] Pass.,τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι Hdt.2.121
.ζ'; προκρίνονται παντὸς οὑτινοσοῦν οἱ νόμοι Wilcken Chr.27.5 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκρίνω
-
56 προσθήκη
A addition, appendage, supplement,προσθήκας.. μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Hdt.4.30
, cf. Arist.Rh. 1354a14;εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι A.Ag. 500
; σμικρὰ π. Pl.R. 339b, cf. La. 182c; ἐν προσθήκης μέρει by way of appendage, D.11.8 (but ἐν προσθήκῃ μερίς shd. be read in Id.2.14);ἐν ὑπηρέτου καὶ π. μέρει Id.3.31
;ἐν π. μοίρᾳ Luc.Zeux.2
; προσθήκης μοῖραν ἐπέχειν serve as auxiliaries, D.H.5.67; [Ἀντώνιος] π. τῆς γυναικὸς ἦν Plu.Ant. 62
.b additional payment, PTeb.296.3 (ii A.D.), etc.2 qualification, ἡ τῆς ἀξίας π. the additional qualification of merit, D. Ep.3.12;πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις προσθῆκαι δύο, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου Id.23.75
: hence, adjective, Gal.11.74, Dosith.p.398 K.II aid, assistance,προσθήκῃ θεοῦ S.OT38
; ἡ τῶν νόμων π. D.25.24; αἱ λαχάνων π., prov. of what gives no help, Diogenian.2.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσθήκη
-
57 σκιά
A shadow, Od.11.207; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is one's double, E.Andr. 745;ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν Id.HF 973
: prov.,τὴν αὑτοῦ σ. δέδοικεν Ar.Fr.77
, cf. Pl.Phd. 101d.2 reflection, image (in a bowl of oil), Sch.Il.17.755.3 shade of one dead, phantom, Od.10.495, A.Th. 992 (lyr.), S.Aj. 1257;σποδόν τε καὶ σκιάν Id.El. 1159
; κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ ς. E.Fr. 532;σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα S.Aj. 301
; also, of one worn to a shadow, A.Eu. 302; κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ ς. Id.Niob. in Bull.Soc.Alex.No.28p.110;φωνὴ καὶ σ. γέρων ἀνήρ E.Fr. 509
: freq. in proverbs of man's mortal estate,σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pi.P.8.95
;εἴδωλον σκιᾶς A.Ag. 839
, cf. S.Fr.659.6; ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα.. ἢ κούφην ς. Id.Aj. 126;ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σ. μόνον Id.Fr.13
; ; of human affairs, (dub.l.); οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ ς. Id.Fr. 399;καπνοῦ σκιὰν δέδοικεν Com.Adesp.692
; of worthless things, , cf. Ph. 946;καπνοὺς καὶ σκιάς Eup.51
; ; περὶ ὄνου σκιᾶς [μάχεσθαι] Ar.V. 191, cf. Pl.Phdr. 260c; Archipp. wrote a Com. entitled Ὄνου σκιά; ἡ ἐν Δελφοῖς ς. that phantom at Delphi, of the Amphictyonic council, D.5.25; αἱ τοῦ δικαίου ς. mere shadows of.., Pl.R. 517d; σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες ib. 510e; σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ' οὐκ εἰδώλων ς. ib. 532c;στιγμὴ ἢ σ. τούτων D.21.115
;ἂν ἔχῃ φίλου σκιάν Men. 554
.4 evil spirit, Hippiatr.130, PMasp.188.5 (vi A.D.).II shade of trees, etc., as a protection from heat, πετραίη τε σκιή the shade of a rock, Hes.Op. 589; ἐν σκιῇ ἑζόμενος ib. 593;ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ Pl.Phdr. 239c
;εἰ ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο ἡ μάχη Hdt.7.226
; ;εἰσελθὼν ὑπὸ τὴν σκιὰν καθέζεσθαι And.1.38
;θέρους σκιὰν παρέχειν Pl.Ti. 76d
; ἐν σκιᾷ, i.e. indoors, X.Smp.2.18, cf. Cyn.3.3; σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός shade from its heat, A.Ag. 967: pl., αἱ τῶν δένδρων, αἱ τῶν πετρῶν ς., X.Cyr.8.8.17;ὑπὸ σκιαῖς Id.Oec.20.18
, cf. 5.9.III shadow in painting,τὰ λαμπρὰ τῇ σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι Plu.2.863e
, cf. 407a, D.H.Is.4, Longin.17.3; ἀνθρώπων πρῶτος ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς, of the painter Apollodorus, Plu.2.346a, cf. Hsch.3 perh. coloured border on a garment,καλάσηριν ἢ ὑπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς IG5(1).1390.19
, cf. 24 (Andania, i B.C.), cf. Men.561, BGU1141.41,43 (i B.C.). -
58 συνηγορέω
συνηγορ-έω, [dialect] Aeol. [full] συνᾱγορέω IG12(2).526b31 (Eresus, iv B.C.): [tense] aor. inf. misspeltA- ᾶσαι PAmh.2.33.20
,32, part. written correctly -ήσας, -ήσαντες, ib.34, 31 (ii B.C.):— plead in court, Pl.Lg. 937a, PAmh. ll. cc., etc.; ἐπὶ μισθῷ τινι ς. Arist.Rh.Al. 1444a20; σ. τινί to be his advocate, plead his cause, Ar.Ach. 685, Aeschin.2.15, etc.; [ τᾷ πόλι] IG l.c.: c. dat. rei,πονηρῷ πράγματι Isoc.1.37
;ὑπὲρ τοῦ δικαίου D.51.18
;ὑπὲρ Εὐκτήμονος Arist.Rh. 1374b36
; σ. περὶ τῶν ἀριστείων τῇ ἡδονῇ advocate its claims to the first place, Id.EN 1101b28;σ. εἰς τὸ πάντα πραχθῆναι τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ IG22.844.14
:—[voice] Pass., οἱ -γορούμενοι ὑπ' ἐμοῦ my clients, PHamb.29.11 (i A.D.);ἐνδέχεται.. τὴν δόξαν οὐκ ὀρθῶς συνηγορεῖσθαι Gal.15.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνηγορέω
-
59 ἐπίπροσθεν
I. of Place, before, ἐ. τίθεσθαι, ποιεῖσθαί τι, put before one as a screen, E.Or. 468, X.Cyr.1.4.24; ἐ. γίγνεσθαι to be in the way, intercept the view, Pl.Grg. 523d, cf. Ti. 40c; κώμας καὶ γηλόφους ἐ. ποιεῖσθαι take cover behind, X.Cyr.3.3.28.2. c. gen., ἐ. τῶν ὀφθαλμῶν ;ταῖς νήσοις οὐδὲν ἐ. τῆς φορᾶς Thphr.Vent.30
;εὐθὺ οὗ ἂν τὸ μέσον ἀμφοῖν τοῖν ἐσχάτοιν ἐ. ᾖ Pl.Prm. 137e
.II. of Degree, θεῖναί τι ἐ. τινος prefer one before another, E.Supp. 514; ἐ. εἶναί τινος to be better than.., Id.Or. 641; ἐ. τᾀσχρὰ.. τῶν καλῶν Antiph.l.c.;ἐ. τι θέσθαι τινός J.AJ2.4.3
; γίγνεται ἐ. τοῦ δικαίου τὰτριακόσια τάλαντα Id.BJ1.6.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπροσθεν
-
60 ὅσιος
A hallowed, i. e. sanctioned or allowed by the law of God or of nature,δίκη Thgn.132
; (lyr.) ; (anap.);καθαρμοί E.Ba.77
(lyr.); ; οὐχ ὅ. unhallowed, (lyr.) ; (lyr.); (anap.).—The sense of ὅσιος often depends on its relation on the one hand to δίκαιος (sanctioned by human law), on the other to ἱερός ( sacred to the gods):1 opp. δίκαιος, sanctioned by divine law, hallowed, holy (μόριον τοῦ δικαίου τὸ ὅ. Pl.Euthphr. 12d
),δικαιότερον καὶ ὁσιώτερον καὶ πρὸς θεῶν καὶ πρὸς ἀνθρώπων Antipho 1.25
;τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δίκαια καὶ τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ὅ. Plb.22.10.8
: hence, in a common antithesis, τὰ δίκαια καὶ ὅ. things of human and divine ordinance, Pl. Plt. 301d, etc., cf. Euthphr.6e ; alsoὅ. καὶ νόμιμα Ar.Th. 676
(lyr.);οὐ.. νόμιμον οὐδ' ὅ. ἂν εἴη Pl.Lg. 861d
; θεοὺς ὅσιόν τι δρᾶν discharge a duty men owe the gods, E.Supp.40, cf. Hipp. 1081 ; τὸ ὅσιον, = εὐσέβεια, Pl.Euthphr.5d: in an imprecatory formula,ἀποδοῦσι μὲν αὐτοῖς ὅσια ᾖ, μὴ ἀποδοῦσι δὲ ἀνόσια SIG1199
([place name] Cnidus), cf.ἀνοσία 11
; so ὅ. καὶ ἐλεύθερα ib.1180.6 (ibid.).2 opp. ἱερός, permitted or not forbidden by divine law, profane, ἱερὰ καὶ ὅ. things sacred and profane,ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁ. ὁμοίως Th.2.52
, cf. Pl.R. 344a, Lg. 857b, etc. ; κοσμεῖν τὴν πόλιν καὶ τοῖς ἱεροῖς καὶ τοῖς ὁ. with sacred and profane buildings, Isoc.7.66 ;τῶν ἱερῶν μὲν χρημάτων τοὺς θεούς, τῶν ὁ. δὲ τὴν πόλιν ἀποστερεῖ D.24.9
;ἀργυρίου ὁσίου IG12.186.13
;ὁ ταμίας τῶν ὁ. προσόδων OGI229.58
(Smyrna, iii B. C.);ὁ ταμίας τῶν ὁ. Supp.Epigr.1.366.58
(Samos, iii B. C.); ὅ. χωρίον a lawful place (for giving birth to a child), Ar.Lys. 743 ; ὅσιόν ἐστι folld. by inf., it is lawful, not forbidden by any law, E.IT 1045, etc.; nefas est,Hdt.
6.81; οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι I deem it impious, Id.2.170, cf. D.Ep.5.3 ; οὐδὲ ὅσια (sc. ἐστι).. ;οὐ γάρ σοι θέμις οὐδ' ὅσιον.. ἱστάναι κτερίσματα S.El. 432
;ὅσια ποιέειν Hdt.6.86
.α';λέγειν Id.9.79
; ; (lyr.).II of persons, pious, devout, religious,ἄνδρες A.Supp.27
(anap.), cf. E.Med. 850 (lyr.), etc.;Παλλάδος ὁ. πόλις Id.El. 1320
(anap.); ὅ. θιασῶται, μύσται, Ar.Ra. 327, 336 (both lyr.);ἐμαυτὸν ὅ. καὶ δίκαιον παρέχειν Antipho 2.2.2
;ὅσιοι πρὸς οὐ δικαίους ἱστάμεθα Th.5.104
; opp. ἀνόσιος, E.Or. 547; opp. ἐπίορκος, X.An.2.6.25 ; ὅσιος εἴς τινα, περὶ ξένους, E.Heracl. 719, Cyc. 125 ;πρὸς τοὺς τοκέας Gorg.6
.2 sinless, pure,ἐξ ὁ. στομάτων Emp.4.2
; ὅ. ἔστω καὶ εὐαγής Lex Solonis ap.And.1.96: c. gen., ἱερῶν πατρῴων ὅσιος in regard to the sacred rites of his forefathers, A.Th. 1015; (lyr.); also ὅσιαι χέρες pure, clean hands, A.Ch. 378 (anap.), cf. S.OC 470.3 rarely of the gods, holy, Orph.H.77.2 ;θεοῖς ὁ. καὶ δικαίοις CIG3830
([place name] Cotyaeum), cf. 3594 (Alexandria Troas).4 title of five special priests at Delphi, Plu.2.292d, 365a.III Adv. , etc.;ὁ. οὔχ, ὑπ' ἀνάγκας δέ E.Supp.63
(lyr.);οὐχ ὁ. Id.Hipp. 1287
(anap.), cf. Th.2.5 (v. l.);καλῶς καὶ ὁ. Pl.Phd. 113d
;δικαίως καὶ ὁ. Id.R. 331a
;ὁ. καὶ κατὰ νόμον Id.Lg. 799b
; ὁ. ἂν ὑμῖν ἔχοι τοῦτον θύειν.. it would be right for you that he should.., X.Cyr.8.5.26 : c. part., ὁ. ἂν ἔχοι αὐτῷ μὴ δεχομένῳ .. Id.HG4.7.2 : [comp] Comp. , etc.: [comp] Sup.,ὡς -ώτατα διαβιῶναι τὸν βίον Pl.Men. 81b
, etc. (Not in Hom., who has only Subst. ὁσίη, v. ὁσία.)
См. также в других словарях:
Δικαίου, Ελένη — (Νέα Ιωνία, Βόλος 1952 –). Λογοτέχνης. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος στον ΟΤΕ (τμήμα δημοσίων σχέσεων). Άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα μαθητικά της χρόνια, στέλνοντας κείμενά της στο περιοδικό Η Διάπλασις… … Dictionary of Greek
Δικαίου, δήμος — Νέος δήμος (6.094 κάτ.) του νομού Δωδεκανήσου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ασφενδιού και Πυλίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Ζηπάριο της Κω … Dictionary of Greek
θεσμός δικαίου — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν ορισμένη κατηγορία εννόμων σχέσεων, για παράδειγμα ο θεσμός της ιδιοκτησίας, του γάμου, της γονεϊκής εξουσίας στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, και ο θεσμός της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας της… … Dictionary of Greek
Σάφτσμπερυ, Άντονυ Άσλεϋ Κούπερ κόμης του- — (Shaftesbury). Άγγλος φιλόσοφος και δοκιμιογράφος (Λονδίνο 1671 Νεάπολη 1713). Συγγραφέας των Χαρακτηριστικών των ανθρώπων, των γραμμάτων, των γνωμών, των καιρών (1711), υποστηρίζει μια κοσμολογία νεοπλατωνικού χαρακτήρα που θυμίζει το νεο… … Dictionary of Greek
Μοντεσκιέ, Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος της Λα Μπρεντ και του- — (Charles Louis de Secondat, baron de La Brent et de Montesquieu, Λα Μπρεντ, Μπορντό 1869 – Παρίσι 1755). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας δοκιμίων από τους επιφανέστερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έκανε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
φυσικοδικαιοκρατία — Όρος που καθιερώθηκε πρόσφατα διεθνώς με βάση τον όρο φυσικό δίκαιο (ius naturale), κατ’ αναλογία προς τον όρο φυσιοκρατία (naturalismus). Αφού το φυσικό δίκαιο είναι δίκαιο που δεν νομοθετήθηκε, ως φ. λαμβάνεται κάθε αντίληψη που, στη φιλοσοφία… … Dictionary of Greek