-
1 προσθήκη
προσθήκηaddition: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————προσθήκηaddition: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 προσθήκη
A addition, appendage, supplement,προσθήκας.. μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Hdt.4.30
, cf. Arist.Rh. 1354a14;εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι A.Ag. 500
; σμικρὰ π. Pl.R. 339b, cf. La. 182c; ἐν προσθήκης μέρει by way of appendage, D.11.8 (but ἐν προσθήκῃ μερίς shd. be read in Id.2.14);ἐν ὑπηρέτου καὶ π. μέρει Id.3.31
;ἐν π. μοίρᾳ Luc.Zeux.2
; προσθήκης μοῖραν ἐπέχειν serve as auxiliaries, D.H.5.67; [Ἀντώνιος] π. τῆς γυναικὸς ἦν Plu.Ant. 62
.b additional payment, PTeb.296.3 (ii A.D.), etc.2 qualification, ἡ τῆς ἀξίας π. the additional qualification of merit, D. Ep.3.12;πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις προσθῆκαι δύο, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου Id.23.75
: hence, adjective, Gal.11.74, Dosith.p.398 K.II aid, assistance,προσθήκῃ θεοῦ S.OT38
; ἡ τῶν νόμων π. D.25.24; αἱ λαχάνων π., prov. of what gives no help, Diogenian.2.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσθήκη
-
3 προσθηκη
ἥ1) приложение, добавление, дополнение, вставка Her., Arst.2) ирон. ( об Антонии) придаток, привесок(π. τῆς γυναικός, sc. Κλεοπάτρας Plut.)
3) завершение, окончаниеεὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι Aesch. — пусть все кончится как нельзя лучше
4) способ, форма, сторона5) содействие, помощь(θεοῦ Soph.)
6) грам. частица -
4 προσθήκῃ
Βλ. λ. προσθήκη -
5 προσθήκη
η1) добавление, прибавление; добавка; прибавка;σημειώσεις και προσθήκες — примечания и добавления;
2) приложение (к чему-л.);3) надставка, надставленная часть; вставка; 4) примесь -
6 προσθήκη
[простики] ουσ. Θ. приложение, добавление, прибавка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσθήκη
-
7 προσθήκη
[простики] ουσ θ приложение, добавление, прибавка. -
8 προσθήκη
1) addition2) ajout -
9 προσθήκη
1) inclusion2) insertionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσθήκη
-
10 ajout
προσθήκη -
11 προσθήκηι
προσθήκῃ, προσθήκηaddition: fem dat sg (attic epic ionic) -
12 προσθήκαις
προσθήκηaddition: fem dat pl -
13 προσθήκην
προσθήκηaddition: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 προσθήκης
προσθήκηaddition: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 добавление
1. (процесс) η πρόσθεση, η προσθήκη 2. (κ тексту) το συμπλήρωμα, το παράρτημα, η προσθήκη 3. (примеси) см. добавка.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добавление
-
16 вставка
вставкаж1. (действие) ἡ ἐναρμογή, ἡ πλαισίωση·2. (в текст) ἡ παρεμβολή, ἡ προσθήκη, ἡ συμπλήρωση·3. (у платья) ἡ προσθήκη, τό πρόσθετο κομμάτι. -
17 добавление
добав||лениес1. (действие) ἡ πρόσθεση [-ις], ἡ προσθήκη·2. (то, что добавляется) τό συμπλήρωμα, τό παράρτημα / ἡ προσθήκη (приложение):в \добавлениеление к сказанному συμπληρωματικά σ' αὐτά πού ἐλέχθησαν примечания и \добавлениеления σημειώσεις καί προσθήκες. -
18 προσθήκας
προσθήκᾱς, προσθήκηaddition: fem acc plπροσθήκᾱς, προσθήκηaddition: fem gen sg (doric aeolic) -
19 аддендум
(фин., мор.) η προσθήκη, το συμπλήρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аддендум
-
20 вкладыш
1. (то, что вкладывают куда-л.) το ένθετο, το πρόσθετοη προσθήκη2. (подшипника) το περίβλημα (εδράνου), ο αντιτριβικός δακτύλιος (του τριβέα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вкладыш
См. также в других словарях:
προσθήκη — addition fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθήκῃ — προσθήκη addition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθήκη — η, ΝΜΑ [προστίθημι] 1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ. γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.) 2. συμπλήρωση, επαύξηση 3. το μέρος που… … Dictionary of Greek
προσθήκη — η προσάρτηση, συμπλήρωμα, αυτό που προσθέτεται: Κάνε μια προσθήκη στο περιθώριο του κειμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσθήκηι — προσθήκῃ , προσθήκη addition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθηκῶν — προσθήκη addition fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθῆκαι — προσθήκη addition fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθήκαις — προσθήκη addition fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθήκην — προσθήκη addition fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθήκης — προσθήκη addition fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… … Dictionary of Greek