-
1 κατ-α-μελέω
κατ-α-μελέω, ganz vernachlässigen, τινός, Isocr. 3, 18, neben ὀλιγωρέω; achtlos sein, Soph. Ai. 45; öfter in Prosa ohne Casus, ἄρχων αἱρεϑεὶς κατημέλει Xen. An. 5, 8, 1; auch pass., κατημελημένος Isocr. 12, 8; καταμεληϑεῖσα neben περιυβρισϑεῖ. σα Plut. Aut. 53 A.
-
2 κατολιγωρεω
относиться с пренебрежением, презирать(τοῦ δικαίου Lys.; κατολιγωρήσας ἀφῆκέ τι Arst.)
-
3 καταμελέω
κατ-α-μελέω, ganz vernachlässigen; ὀλιγωρέω; achtlos sein