-
1 εγχειρίσασθαι
ἐγχειρίζωput into one's hands: aor inf midἐγχειρίζωput into one's hands: aor inf mid -
2 ἐγχειρίσασθαι
ἐγχειρίζωput into one's hands: aor inf midἐγχειρίζωput into one's hands: aor inf mid -
3 ἐγ-χειρίζω
ἐγ-χειρίζω, einhändigen, anvertrauen; τὰς ἀρχάς τινι Her. 5, 72; ἀργύριόν τινι Dem. 30, 20; τοῖς ἱερεῦσι τὰ ϑύματα Plat. Legg. X, 909 e; αὑτούς τινι, überliefern, Xen. An. 3, 2, 8; ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Antiph. II δ 1; pass., Μεσσήνης αὐτοῖς ἐγχειριζομένης Pol. 1, 10, 8, öfter; τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισϑείς, da ihm die Theilung übertragen, Luc. Prom. 3; Hdn. 3, 4, 12 ἣν ἐγκεχείριστο φρουράν; 2, 5, 4 u. a. Sp. – Med., ἐγχειρίσασϑαι κινδύνους Thuc. 5, 108, Gefahren über sich nehmen; c. inf., D. Cass.
-
4 κίνδυνος
A danger, hazard, venture, whether abstract or concrete,πᾶσίν τοι κ. ἐπ' ἔργμασιν Thgn.585
, cf. 637;ὁ μέγας κ. ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81
; κ. γαλέης danger of or from her, Batr.9;κ. ἀϋτᾶς Pi. N.9.35
;τὸν κ. τῆς μάχης Th.2.71
; κίνδυνον ἀναρριπτέειν to run a risk, Hdt.7.50, etc.; ;κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ A.Th. 1033
; κίνδυνον ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, Hdt.3.69, X.Cyr.1.5.12; αἴρεσθαι, ἄρασθαι, ἀρεῖσθαι, E.Heracl. 504, Antipho 5.63, And.1.11; ξυνάρασθαι Th.l.c.;ἐγχειρίσασθαι Id.5.108
, etc.;ὑπομεῖναι X.Cyr.1.2.1
;μετὰ τοῦ δικαίου ποιούμενος τοὺς κ. Isoc.14.42
;κινδύνῳ περιπίπτειν Th.8.27
; ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι, Id.7.77, Antipho 5.7;ἐπὶ κινδύνους χωρεῖν Th.2.39
;πρὸς αὐθαιρέτους κ. ἰέναι Id.8.27
;ἐς κ. ἐμβαίνειν X. Cyr.2.1.15
;ἐς κ. καταστῆσαί τινα Th.5.99
;κινδύνῳ βάλλειν τινά A. Th. 1053
;τὸν ἐπιόντα κίνδυνον Aeschin.3.148
; τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κ. ib.163;τὸν κατειληφότα κ. τὴν πόλιν D.18.220
;οὐ περὶ τῶν ἴσων ὁ κ. X.HG7.1.7
;ἔνι κ. ἐν τῷ πράγματι Ar.Pl. 348
; κ. [ ἐστι] c. inf., Pi.N.8.21, Lys.13.27, Pl.Cra. 436b, etc.;πόλιν κ. ἔσχε πεσεῖν E.Hec.5
;κ. ἀσφαλέστερος Antipho 2.2.9
;κ. ἀνθρώπινοι.., θεῖοι And. 1.139
; ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κ. at his own risk, Arist.Pol. 1286a14;ἰδίῳ ἡμῶν κ. PLond.2.356.4
(i A.D.);καθαρὸς ἀπὸ παντὸς κ. PIand.35.10
(ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνδυνος
-
5 ἐγχειρίζω
ἐγ-χειρίζω, einhändigen, anvertrauen; αὑτούς τινι, überliefern; τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισϑείς, da ihm die Teilung übertragen; ἐγχειρίσασϑαι κινδύνους, Gefahren über sich nehmen
См. также в других словарях:
ἐγχειρίσασθαι — ἐγχειρίζω put into one s hands aor inf mid ἐγχειρίζω put into one s hands aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)