Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκτόπιος

См. также в других словарях:

  • εκτόπιος — ἐκτόπιος, α, ον (Α) 1. απομακρυσμένος, μακριά από έναν τόπο («ἀπάγετ ἐκτόπιόν με» απομακρύνατέ με από τον τόπο, Σοφοκλ.) 2. ξένος, αλλοδαπός, όχι εντόπιος 3. εξωτικός, θαυμάσιος, παράδοξος …   Dictionary of Greek

  • ἐκτόπιος — put away masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτόπιον — ἐκτόπιος put away masc acc sg ἐκτόπιος put away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπίους — ἐκτόπιος put away masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτόπια — ἐκτόπιος put away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτόπιοι — ἐκτόπιος put away masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπίαν — ἐκτοπίᾱν , ἐκτόπιος put away fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»