-
1 εκτόπιοι
-
2 ἐκτόπιοι
См. также в других словарях:
ἐκτόπιοι — ἐκτόπιος put away masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκτόπιοι
2 ἐκτόπιοι
ἐκτόπιοι — ἐκτόπιος put away masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)