Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐδήδεσμαι

См. также в других словарях:

  • ἐδήδεσμαι — ἐσθίω eat perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έδεσμα — το (AM ἔδεσμα) 1. φαγητό, τροφή 2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα μσν. (στα μοναστήρια) προσφάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε μα από το θ. τού αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι τού έδω*. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος *έδμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»