Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

διεφθαρμένη

  • 1 διεφθαρμένη

    διαφθείρω
    destroy utterly: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)
    ——————
    διαφθείρω
    destroy utterly: perf part mp fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > διεφθαρμένη

  • 2 διεφθαρμένῃ

    Morphologia Graeca > διεφθαρμένῃ

  • 3 διεφθαρμένηι

    διεφθαρμένῃ, διαφθείρω
    destroy utterly: perf part mp fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > διεφθαρμένηι

  • 4 θριπήδεστος

    θρῑπήδεστος, ον, ([etym.] θρίψ, ἐδήδεσμαι)
    A worm-eaten,

    ῥίζαι Thphr.HP 9.14.3

    , cf. IG22.1628.163, al., 1672.306; κεραῖαι θριπήδεσται ib.1628.205, but

    - οι 1629.328

    .
    3 metaph.,= διεφθαρμένη, Hyp.Fr. 82. (Freq. corrupted to - έστατος, as in Ar.Th.l.c. (ap. Suid.), Hyp. l.c. (v.l.), Luc.Lex.13 (v.l.), cf. Paus.Gr.Fr.205, but a [comp] Sup. is never necessary exc. in Thphr.HP3.8.5 (v. θριπώδης).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριπήδεστος

  • 5 διαφθείρω

    διαφθείρω fut. διαφθερῶ; 1 aor. διέφθειρα LXX. Pass.: fut. 3 sg. διαφθαρήσεται Da Theod.; 2 aor. διεφθάρην; pf. 3 sg. διέφθαρται Zeph 3:7, ptc. διεφθαρμένος (s. φθείρω; Hom.+)
    to cause the destruction of someth., spoil, destroy of rust eating into iron Dg 2:2; of moths (Philo, Abr. 11), that eat clothes Lk 12:33.—IMg 10:2 (imagery of food spoilage); destroy persons and nations (Aristot., Pol. 1323a, 31; Diod S 5, 54, 3; 12, 68, 2; Plut., Demosth. 859 [28, 4]; LXX; Jos., Ant. 2, 26; 11, 211) Rv 11:18a (in wordplay, s. 11:18b in 2 below; cp. Jer 28:25); Hv 4, 2, 3; Hs 9, 1, 9; 9, 26, 1; 7. Pass. be destroyed of a person’s physical being 2 Cor 4:16 (cp. Ps.-Pla., Alcib. 1, 135a διαφθαρῆναι τ. σῶμα; Lucian, Dial. Deor. 13, 2; Philo, Decal. 124). οὐδὲν αὐτοῦ διεφθάρη no part of him was impaired AcPlCor 2:30—Hv 2, 3, 3. Of ships (Diod S 11, 19, 3; 13, 13, 4; schol. on Apollon. Rhod. 2, 1111–12b διαφθαρείσης τῆς νεώς) Rv 8:9; a kingdom IEph 19:3. Of the bodies of starving persons waste away (Appian, Bell. Civ. 2, 66 §274 λιμῷ διαφθαρῆναι; POxy 938, 4; Philo, Leg. ad Gai. 124) Hv 3, 9, 3.
    to cause to become morally corrupt, deprave, ruin (Diod S 16, 54, 4 τὰ ἤθη τ. ἀνθρώπων; Dio Chrys. 26 [43], 10 τοὺς νέους; Jos., C. Ap. 2, 264; Just.): the earth (i.e. its people) Rv 11:18b (s. on 11:18a in 1 above); 19:2 v.l.; δ. τὴν εἰς θεὸν γνώμην IRo 7:1. διεφθαρμένοι ἄνθρωποι τὸν νοῦν 1 Ti 6:5. Of the mind pass. be corrupted Hs 4:7 (cp. Pla., Leg. 10, 888a and Jos., Ant. 9, 222 δ. τὴν διάνοιαν; Aeschyl., Ag. 932 and Dionys. Hal. 5, 21 τ. γνώμην; Dio Chrys. 60 + 61 [77 + 78], 45 ψυχὴ διεφθαρμένη).—B. 762. DELG s.v. φθείρω. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > διαφθείρω

См. также в других словарях:

  • διεφθαρμένη — διαφθείρω destroy utterly perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεφθαρμένῃ — διαφθείρω destroy utterly perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεφθαρμένηι — διεφθαρμένῃ , διαφθείρω destroy utterly perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριάζω — 1. δίνω σε κάποιον δηλητήριο, τόν φαρμακώνω, σκοτώνω κάποιον με φαρμάκι 2. (για φαγώσιμα) προξενώ δηλητηρίαση 3. ποτίζω κάτι με δηλητήριο, ρίχνω σε κάτι δηλητήριο («δηλητηρίασε το κρασί») 4. δηλητηριάζοντας κάτι σιγά σιγά τό φθείρω, τό καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • καθαμαξεύω — (Α) 1. κατατρίβω με τους τροχούς τής άμαξας 2. μτφ. πιέζω, συνθλίβω, συντρίβω («καθημάξευσε ταῑς συμφοραῑς», Ευνάπ.) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθημαξευμένος, η, ον α) διεφθαρμένος β) κοινός, συνηθισμένος, τετριμμένος, πεπατημένος γ) (για …   Dictionary of Greek

  • κακοθήλυκο — το 1. διεστραμμένη γυναίκα 2. διεφθαρμένη γυναίκα, βρομοθήλυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θηλυκό] …   Dictionary of Greek

  • κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»