-
1 εγκρατή
ἐγκρατήςin possession of power: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἐγκρατήςin possession of power: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἐγκρατήςin possession of power: masc /fem acc sg (attic epic doric)——————ἐγκρατέωto be master of: pres subj mp 2nd sgἐγκρατέωto be master of: pres ind mp 2nd sgἐγκρατέωto be master of: pres subj act 3rd sg -
2 ἐγκρατῆ
Βλ. λ. εγκρατή -
3 ἐγκρατῇ
Βλ. λ. εγκρατή -
4 ἐγκρατής
III c. gen. rei, having possession of,χωρέων Hdt. 8.49
, cf. 9.106, S.Ph.75, SIG58.7 (Milet., v B. C.), etc.; ναὸς ἐγκρατῆ πόδα the sheet that controls the ship, S.Ant. 715; ἐ. αὑτῶν masters of themselves, Pl.Phdr. 256b, al.;ἐ. ἀφροδισίων καὶ γαστρός X.Mem. 1.2.1
, cf. 2.1.7, Oec.12.16.2 abs., master of oneself, self-controlled, Pl.Def. 415d; self-disciplined, Arist.EN 1145b13, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκρατής
См. также в других словарях:
ἐγκρατῆ — ἐγκρατής in possession of power neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐγκρατής in possession of power masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐγκρατής in possession of power masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατῇ — ἐγκρατέω to be master of pres subj mp 2nd sg ἐγκρατέω to be master of pres ind mp 2nd sg ἐγκρατέω to be master of pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… … Dictionary of Greek
εγκρατής — ές (AM ἐγκρατής, ές) ο κύριος τού εαυτού του, αυτός που αυτοσυγκρατείται, που έχει αυτοκυριαρχία αρχ. 1. όποιος διαθέτει κράτος ή εξουσία 2. ο ικανός να κρατεί κάτι γερά, σταθερά 3. ισχυρός, στερεός («ἐγκρατέστατον σίδηρον») 4. φρ. «ναὸς ἐγκρατῆ… … Dictionary of Greek
σπαρτιατικός — ή, ό / σπαρτιατικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπαρτιάτικος, η, ο, Ν [Σπαρτιάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σπάρτη ή στους Σπαρτιάτες (α. «σπαρτιατική νομοθεσία» β. «ἐν τοῑς Σπαρτιατικοῑς λόγοις... δεδήλωται», Παυσ.) νεοελλ. 1. σκληραγωγημένος 2.… … Dictionary of Greek