-
1 ἐβένινος
ἐβένινος, von Ebenholz, Sp.
-
2 ἐβένινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐβένινος
-
3 ἐβένινος
-
4 εβένινος
η, ο [у] эбеновый -
5 εβένινος
abanoz (...), abanoz tahtasından -
6 εβένινος
ebonyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εβένινος
-
7 ebony
εβένινος -
8 εβενίνων
-
9 ἐβενίνων
-
10 εβένινον
-
11 ἐβένινον
-
12 ebeninus
ebeninus (heb.), a, um (εβένινος), aus Ebenholz, Hieron. Ezech. 27, 16.
-
13 эбеновый
1. (сделанный из эбенового дерева) από έβενοεβένινος2. -ые бот. τα εβενοειδή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эбеновый
-
14 эбеновый
эбенов||ыйприл ἐβένινος:\эбеновыйое дерево ὁ ἔβενος. -
15 εβενίνου
-
16 ἐβενίνου
-
17 εβένιναι
-
18 ἐβένιναι
-
19 ebeninus
ebeninus (heb.), a, um (εβένινος), aus Ebenholz, Hieron. Ezech. 27, 16.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > ebeninus
-
20 ebony
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εβένινος — η, ο (AM ἐβένινος, η, ον Μ και ἐβέλ(λ)ινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου («εβένινα έπιπλα») νεοελλ. μαύρος και στιλπνός («εβένινα μαλλιά») … Dictionary of Greek
εβένινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου: Εβένινη πόρτα. 2. μτφ., που μοιάζει με έβενο, μαύρος, στιλπνός: Εβένινα μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐβενίνων — ἐβένινος of ebony fem gen pl ἐβένινος of ebony masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβένινον — ἐβένινος of ebony masc acc sg ἐβένινος of ebony neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβενίνου — ἐβένινος of ebony masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβένιναι — ἐβένινος of ebony fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
εβέλινος — ον βλ. εβένινος … Dictionary of Greek
ԵԲԵՆԵԱՅ — (նէի, ից.) NBH 1 0645 Chronological Sequence: 10c ա. ԵԲԵՆԵԱՅ ԵԲԵՆՆԵԱՅ. ἑβενίνος, ἑβελίνος ebeneus Ոյր նիւթն է եբենոս. կազմեալ յեբենոս փայտէ. ... *Եբենեայ (կամ եբեննեայ) գաւազան ունելով ի ձեռինն. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)