-
1 ebony
εβένινος -
2 эбеновый
1. (сделанный из эбенового дерева) από έβενοεβένινος2. -ые бот. τα εβενοειδή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эбеновый
-
3 эбеновый
эбенов||ыйприл ἐβένινος:\эбеновыйое дерево ὁ ἔβενος. -
4 ebony
-
5 смолистый
επ., βρ: -лисх, -а, -о.1. ρητινούχος.2. ρητινώδης (για οσμή).3. στιλπνόμαυρος, εβένινος•-ые волосы εβέν ινη κόμη.
-
6 смоляной
επ.1. πίσσινος, της πίσσας•запах μυρουδιά πίσσας.
2. ρητινούχος• ρητινώδης.3. πισσωμένος, πισσαλειμμένος.4. (για μαλλιά) εβένινος, στιλπνόμαυρος. -
7 эбеновый
См. также в других словарях:
εβένινος — η, ο (AM ἐβένινος, η, ον Μ και ἐβέλ(λ)ινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου («εβένινα έπιπλα») νεοελλ. μαύρος και στιλπνός («εβένινα μαλλιά») … Dictionary of Greek
εβένινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου: Εβένινη πόρτα. 2. μτφ., που μοιάζει με έβενο, μαύρος, στιλπνός: Εβένινα μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐβενίνων — ἐβένινος of ebony fem gen pl ἐβένινος of ebony masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβένινον — ἐβένινος of ebony masc acc sg ἐβένινος of ebony neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβενίνου — ἐβένινος of ebony masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβένιναι — ἐβένινος of ebony fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
εβέλινος — ον βλ. εβένινος … Dictionary of Greek
ԵԲԵՆԵԱՅ — (նէի, ից.) NBH 1 0645 Chronological Sequence: 10c ա. ԵԲԵՆԵԱՅ ԵԲԵՆՆԵԱՅ. ἑβενίνος, ἑβελίνος ebeneus Ոյր նիւթն է եբենոս. կազմեալ յեբենոս փայտէ. ... *Եբենեայ (կամ եբեննեայ) գաւազան ունելով ի ձեռինն. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)