-
21 смолистый
επ., βρ: -лисх, -а, -о.1. ρητινούχος.2. ρητινώδης (για οσμή).3. στιλπνόμαυρος, εβένινος•-ые волосы εβέν ινη κόμη.
-
22 смоляной
επ.1. πίσσινος, της πίσσας•запах μυρουδιά πίσσας.
2. ρητινούχος• ρητινώδης.3. πισσωμένος, πισσαλειμμένος.4. (για μαλλιά) εβένινος, στιλπνόμαυρος. -
23 эбеновый
-
24 ἔβενος
Grammatical information: f.Meaning: `ebony(tree)' (Hdt.).Other forms: (m.; rarely also ἐβένη f.)Derivatives: ἐβένινος `of ebony' (Str.), ἐβενῖτις `Art Gamander, πόλιον τὸ ὀρεινόν' (Ps.-Dsc.; Redard Les noms grecs en - της 71).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.Etymology: From Egypt. hbnj `ebony', ultimately perhaps Nubian (Spiegelberg KZ 41, 131); from there Hebr. hobnīm (Lewy Fremdw. 35f.). From ἔβενος Arab.-Pers. ' abnūs and Lat. ebenus, from where OHG ebenus, Eng. ebon(y). - Schrader-Nehring 1, 209, Lokotsch Et. Wb. d. europ. Wörter or. Ursprungs Nr. 3.Page in Frisk: 1,435Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔβενος
-
25 אבלינא
אַבְלִינָאm. (ἐβέλινος = ἐβένινος S.) ebony-wood. Ylamd. Bhaal. מטות של א׳ (quot. in Ar., Tanḥ. a. Num. R. s. 14 only … מנורות) couches of ebony wood. (Jellin. Beth Hammidr. VI, 88, Nr. 53 אבליגא. -
26 אַבְלִינָא
אַבְלִינָאm. (ἐβέλινος = ἐβένινος S.) ebony-wood. Ylamd. Bhaal. מטות של א׳ (quot. in Ar., Tanḥ. a. Num. R. s. 14 only … מנורות) couches of ebony wood. (Jellin. Beth Hammidr. VI, 88, Nr. 53 אבליגא.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εβένινος — η, ο (AM ἐβένινος, η, ον Μ και ἐβέλ(λ)ινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου («εβένινα έπιπλα») νεοελλ. μαύρος και στιλπνός («εβένινα μαλλιά») … Dictionary of Greek
εβένινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου: Εβένινη πόρτα. 2. μτφ., που μοιάζει με έβενο, μαύρος, στιλπνός: Εβένινα μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐβενίνων — ἐβένινος of ebony fem gen pl ἐβένινος of ebony masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβένινον — ἐβένινος of ebony masc acc sg ἐβένινος of ebony neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβενίνου — ἐβένινος of ebony masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβένιναι — ἐβένινος of ebony fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
εβέλινος — ον βλ. εβένινος … Dictionary of Greek
ԵԲԵՆԵԱՅ — (նէի, ից.) NBH 1 0645 Chronological Sequence: 10c ա. ԵԲԵՆԵԱՅ ԵԲԵՆՆԵԱՅ. ἑβενίνος, ἑβελίνος ebeneus Ոյր նիւթն է եբենոս. կազմեալ յեբենոս փայտէ. ... *Եբենեայ (կամ եբեննեայ) գաւազան ունելով ի ձեռինն. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)