-
1 εβένιναι
-
2 ἐβένιναι
См. также в других словарях:
ἐβένιναι — ἐβένινος of ebony fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εβένιναι
2 ἐβένιναι
ἐβένιναι — ἐβένινος of ebony fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)