-
1 εαρινή
-
2 ἐαρινῇ
-
3 εαρινή
-
4 ἐαρινή
-
5 ἰσ-ημερία
ἰσ-ημερία, ἡ, Tag- u. Nachtgleiche, Plat. Ax. 370 b; ἐαρινή, Frühlings-, Arist. H. A. 6, 17, φϑινοπωρινή, Herbst-, ib. 8, 12; Sp.
-
6 ισημερια
-
7 εαρινός
η, ό[ν] весенний; вешний (уст.);εαρινή ισημερία — весеннее равноденствие
-
8 ισημερία
η астр. равноденствие; -
9 εαρινήι
-
10 ἐαρινῆι
-
11 μηλέα
A apple-tree, Pyrus malus,μηλέαι ἀγλαόκαρποι Od.7.115
, cf. Thphr.HP3.3.1, CP2.11.6, Androt. ap. Ath.3.82c, etc.; μ. ἐαρινή is a variety, Thphr.HP2.1.3, PCair.Zen.486.2 (iii B. C.); μ. Ἀρμενική apricot, Prunus Armeniaca, Gal.6.76; μ. γλυκεῖα jenneting, Pyrus praecox, Thphr.HP4.13.2; μηλείη in Nic.Al. 230, Nonn.D.12.275; ἡ Περσικὴ μ. citron, Citrus Medica, Thphr.HP1.11.4, CP1.11.1 (but, peach, Prunus persica in Gal.12.76); also calledἡ Μηδικὴ μ. Thphr.CP1.18.5
, cf. HP1.13.4; μ. Κυδωνία quince, malus Punica, Dsc.1.115. [Disyll. in Od.24.340.] -
12 Πυλαία
A meeting of the Amphictyons at Pylae, Hdt.7.213, Thphr.HP9.10.2, etc.;π. ἠρινά SIG230.27
(Delph., iv B.C.); ἐαρινή Decr.Amphict. ap. D.18.154; C 32 (Delph., iv B.C.);μετοπωρινή Str.9.3.7
.II promiscuous crowd, such as was found at these meetings: hence μύθων ἀπιθάνων.. πυλαία farrago, Id.Art.1, cf. 2.924d.III a place (perh. in Arcadia, cf. St.Byz.) considered undesirable for Spartan youths, Id.2.239c. -
13 ἐαρινός
ἐᾰρῐνός, ή, όν, [dialect] Ep. [full] εἰαρινός (also [full] ἠαρινός h.Cer. 401, PPetr.3p.152 (iii B. C.)); in other Poets, [full] ἠρινός:—A of spring, εἰαρινὴ ὥρη springtime, Il.16.643, cf. Plb.3.34.6;εἰαρινὰ ἄνθεα Il.2.89
;πλόος εἰαρινός Hes.Op. 678
; θάλπος ἐαρινόν the heat of spring, X.Cyr.8.6.22;ἄνεμος ἠρινός Sol.13.19
;ἠρινὰ φύλλα Pi.P.9.46
;λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν E. Supp. 448
;ἐ. πυλαία IG9(1).111
([place name] Elatea);τροπαί Ph.2.163
;μῆλα ἐ.
apricots,PCair.Zen.
33.13 (iii B.C.):—neut. as Adv., in spring-time,μέλισσα λειμῶν' ἠρινὸν διέρχεται E.Hipp.77
(s.v.l., ἐαρινή Sch.);γῆ ἠρινὸν θάλλουσα Id.Fr.316.3
: ἠρινὰ κελαδεῖν, of the swallow, Ar. Pax 800 (lyr.). Adv.ἐαρινῶς Hsch.
s.v. ἦρις ὡς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐαρινός
-
14 ἰσημερία
ἰσ-ημερία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσημερία
-
15 ὀπώρα
ὀπώρ-α, [dialect] Ion. [suff] ὀπώρ-η, ἡ: sts. [full] ὁπώρα, cf. χεῖμα χὠπώραν, i.e. καὶ ὁπ-, Alcm.76 (χειμάχωι πάραν, etc. codd.) ; pr. nn.AὉπωρίς IG5(1).1497
, Hopora CIL6.21782 ; cf. μεθόπωρον, μεθοπωρινός:— the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus (i.e. the last days of July, all Aug., and part of Sept.), the latter part of summer; Hom. names θέρος and ὀπώρη together,θέρος τεθαλυῖά τ' ὀπώρη Od.11.192
; Σείριος being the star of ὀπώρη, Il.22.27 ; cf. ὀπωρινός.—In later times it became the name of a definite season, autumn (v.ὥρα 1.1
c), but was still used sts. to denote summer (autumn being distd. as φθινόπωρον or μετόπωρον), ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας X.HG3.2.10
, cf. Ar.Av. 709, Arist.Mete. 348a1 ;ἐπ' ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀπώρη ἐπέχει Hdt.4.199
;νέας δ' ὀπώρας ἡνίκ' ἂν ξανθῇ στάχυς A.Fr.304.7
.II fruit,γλαυκῆς ὀπώρας.. ποτοῦ χυθέντος.. Βακχίας ἀπ' ἀμπέλου S.Tr. 703
;τέμνεται βλαστουμένη καλῶς ὀ. Id.Fr.255.8
;σικυούς, βότρυς, ὀπώραν Ar.Fr.569.1
: so in Prose, X. HG2.4.25, Pl.Lg. 844d, 845c, Arist.HA 606b2, 629a2 : in this sense also in pl., Is.11.43 ; Alcm. (75 ) even calls honey κηρίνα ὀπώρα;ἐαρινὴ ὀπώρα Alciphr.Fr.6.10
.III metaph., life's summer, the time of youthful ripeness, Pi.I.2.5 ; τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (v. οἰνάνθη) Id.N.5.6 ; ripe virginity, A.Supp. 998, 1015 ;ὀ. Κύπριδος Chaerem.12
. -
16 ἰσημερία
ἰσ-ημερία, ἡ, Tag- u. Nachtgleiche; ἐαρινή, Frühlings-, φϑινοπωρινή, Herbst-
См. также в других словарях:
ἐαρινῇ — ἐαρινός of spring fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐαρινή — ἐαρινός of spring fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εαρινή αναστροφή — Αναστροφή της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων των λιμνών, η οποία συμβαίνει κατά την άνοιξη. Το νερό των λιμνών έχει μέγιστη πυκνότητα περίπου στους 40°C και μικρότερη πάνω και κάτω από αυτό το όριο. Το καλοκαίρι τα επιφανειακά ύδατα… … Dictionary of Greek
ἐαρινῆι — ἐαρινῇ , ἐαρινός of spring fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισημερία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται καθεμία από τις δύο ημερομηνίες του έτους κατά τις οποίες η διάρκεια της ημέρας είναι ίση με τη διάρκεια της νύχτας σε όλη τη Γη. Αυτό συμβαίνει όταν ο Ήλιος βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον ισημερινό. Στο διάστημα… … Dictionary of Greek
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
εαρινός — ή, ό 1. που γίνεται την άνοιξη, ανοιξιάτικος: Εαρινή βροχή. 2. που είναι χρήσιμος την άνοιξη: Εαρινή ενδυμασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Maro Douka — Born 1947 Chania, Greece Occupation Novelist Nationality Greek … Wikipedia
Avdeliodis — Dimos Avdeliodis (griechisch Δήμος (Αριστόδημος) Αβδελιώδης; * 1952 in Mesa Didyma) auf der griechischen Insel Chios ist ein Film und Theaterregisseur und Schauspieler. Dimos Avdeliodis studierte an der Philosophischen Fakultät der Universität… … Deutsch Wikipedia
Dimos Avdeliodis — (griechisch Δήμος (Αριστόδημος) Αβδελιώδης, * 1952 in Mesa Didyma) auf der griechischen Insel Chios ist ein Film und Theaterregisseur und Schauspieler. Dimos Avdeliodis studierte an der Philosophischen Fakultät der Universität Athen,… … Deutsch Wikipedia
Ionia (Griechenland) — Stadtgemeinde Ionia (1989–2010) Δήμος Ιωνίας (Ιωνία) … Deutsch Wikipedia