-
1 ἌΚος
ἌΚος, τό, Heilmittel, Hom. zweimal, Od. 22, 481 οἶσε ϑέειον, κακῶν ἄκος, Iliad. 9, 250 οὐδέ τι μῆχος ῥεχϑέντος κακοῠ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν; – oft sobei Trag.; aber Eur. Hel. 1061 σωτηρίας, zur Rettung; ἄκος τοῠ μὴ γίγνεσϑαι ἢ τοῦ γίγνεσϑαι ἧττον Arist. Pol. 5, 5; ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε ϑρηνεῖσϑαι, es nützt nichts, Aesch. Pr. 43; ἄκος δοῠναιπόνων Babr. 94. 4; Her. 4, 187; Medic.; Plat. Legg. X, 910 a ἄκος ποιεῖσϑαι.
-
2 ἄκος
1 remedy met.καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος i. e. wine Pae. 4.26 -
3 άκος
-
4 ἄκος
-
5 ακος
(σωτηρίας Eur.)
ἄ. οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι Aesch. — бесполезно сетовать о нем;ἄκεα διζησθαι Her. — изыскивать способы; -
6 ἄκος
A cure, remedy, c. gen. rei,κακῶν Od.22.481
, etc.;νυμφικῶν ἑδωλίων A.Ch.71
;κύβους.. τερπνὸν ἀργίας ἄ. S.Fr. 479.4
;κακὸν κακῷ διδοὺς ἄ. Id.Aj. 363
: abs.,ἄ. εὑρεῖν Il.9.250
; δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, Hdt.1.94, 4.187, A.Supp. 367, E.Ba. 327; ἄκη ποιεῖσθαι, c. dat., Pl.Lg. 910a: in medical sense, Hp.Acut.1; by a medical metaph., ἄ. ἐντέμνειν, τέμνειν, A.Ag.17, E.Andr. 121;ἄ. τομαῖον A.Ch. 539
: ἄ. [ἔστι], c. inf., ἄ. γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι it boots not to.., Id.Pr.43. -
7 ἄκος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄκος
-
8 ἄκος
ἄκος, Heilmittel; zur Rettung; es nützt nichts -
9 ἄκος
Grammatical information: n.Meaning: `cure, remedy' (Il.).Dialectal forms: Myc. aketirijai \/ akestriai\/ (not * akestriai, agetriai). aketere, jaketere \/jakestēres\/?Compounds: ἀφ-, ἐφ-ακέομαιDerivatives: Denomin. verb ἀκέομαι `cure; repair' (Il.). ἀκέσματα `remedy' (Il.); ἄκεσις `healing' (Hdt.); ἀκέστωρ epithet of Apollon (E.). Also ἀκή `healing' (Hp.), prob. from ἀκέομαι. νήκεστος Hes. (beside ἀνά\/ ήκεστος) seems from * n-h₂k-, but may be analogical. PN Έξηκίας (Attica; Pailler, Lettre de Pallas 4, 1996, 8).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Et. unknown. Connection with OIr. hícc `healing' has been suggested, but its relation to MW iach `healthy' is uncertain (Schrijver 1991 [StudBrPhon]103). DELG's *iēk-\/iǝk- is impossible: eh₁\/h₁ would give *εκ-. The compounds with ἀφ- etc. seem to point to original aspiration. An original * ih₂k- seems possible. Improbable Pisani Sprache 12, 1966, 91f. (to Skt. yáśas- n. `fame', Arm. asem `say'). Hitt. saktaizzi `cure a sick' seems impossible, because the s- does not disappear.Page in Frisk: 1,56Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄκος
-
10 μισ(ι)ακός
η, ό см. μεσιακός -
11 μισ(ι)ακός
η, ό см. μεσιακός -
12 άβαξ
(-ακος) ο1) доска, плита; шахматная доска; 2) счёты (предмет); 3) архит. абак(а) -
13 άνθραξ
(-ακος) ο1) уголь; 2) мин. карбункул, красный гранит; 3) мед. сибирская язва; 4) хим. четырёхатомный элемент; 5) бот. антракнозы;§ λευκός άνθραξ — белый уголь;
άνθρακες ο θησαυρός обманутые надежды -
14 αποθηκοφύλαξ
(-ακος) ο см. αποθηκάριος -
15 αρχαιοφύλαξ
(-ακος) ο хранитель музея античных древностей -
16 αύλαξ
(-ακος) η1) борозда (тж. анат.); 2) αρχ. каннелюра; 3) тех выемка; паз; жёлоб; 4) канава, ров; 5) сток; отвод; 6) мор. кильватер; 7) мор. подходной канал, водный подход (в порту, гавани и т п.) -
17 βάμβαξ
-
18 βάσταξ
(-ακος) ο козлы (подставка) -
19 βώλαξ
(-ακος) ο комок, глыба земли -
20 γαιάνθραξ
(-ακος) ο каменный уголь
См. также в других словарях:
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] … Dictionary of Greek
πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek