-
81 σωματοφύλαξ
-ακος ὁ N 3 0-0-0-0-3=3 1 Ezr 3,4; Jdt 12,7; 3 Mc 2,23Cf. MOOREN 1977, 28-36; →LSJ RSuppl -
82 φύλαξ
-ακος + ὁ N 3 1-4-2-9-0=16 Gn 4,9; 2 Sm 22,3.47(bis); 23,3watcher, guard, sentinel Ct 5,7; keeper Gn 4,9 -
83 χάραξ
-ακος + ὁ N 3/ἡ 1-3-8-1-2=15 Dt 20,19; 1 Kgs 12,24f; 21(20),12(bis); Is 29,3palisade, bulwark, stockade Dt 20,19*Ez 21,27 χάρακα mound homoeoph.? with MT כרים battering ramsCf. CAIRD 1976, 86; DOGNIEZ 1992, 242; →NIDNTT -
84 ώκει
ἄκει, ἄκοςcure: neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἄκεϊ, ἄκοςcure: neut dat sg (epic ionic)ἄκει, ἄκοςcure: neut dat sgἄ̱κει, ἀκέωimperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)ἄκει, ἀκέωpres imperat act 2nd sg (attic epic)——————ὀίζωcry: plup ind act 3rd sg (attic epic)ὀίζωcry: plup ind act 3rd sg (attic epic)οἰκέωinhabit: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ὠίζωto sit on eggs: plup ind act 3rd sg (attic epic)ὠίζωto sit on eggs: plup ind act 3rd sg (attic epic) -
85 στύραξ
στύραξ, ακος, ὁ, das untere Ende des Lanzenschaftes, auch der ganze Schaft; auch die ganze Lanze, der Speer selbst---------------------------------------------------------------- -
86 θᾶκος
Grammatical information: m.Meaning: `seat, chair' (Il.).Compounds: As 2. member e. g. in σύν-θακος, - θωκος `who has his chair together with another' (S., E.).Derivatives: Denomin. verbs: 1. θάσσω, ep. θαάσσω, only present stem, `sit' (Il.), \< *θαϜακ-ι̯ω, s. below; ( θοάζω for *θοάσσω) 2. θᾱκέω, θωκέω, also with prefix, e. g. συν-, ἐν-, `sit' (posthom.) with θάκημα `sitting' (S.), ἐνθάκησις `sitting' (S.), ἐνθακη `ambush' (Pompeiopolis; postverbal), θακεῖον `seat' (Attica IVa; cf. ἀρχεῖον, Chantraine Formation 61). 3. θακεύω `go to stool' (Plu., Artem.). - On θοάζω s. v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: From θάβακον θᾶκον η θρόνον H. it appears, that *θᾶκο was contracted from *θά(Ϝ)ακος; θῶκος will come from θώ(Ϝ)ακος, shortened *θό(Ϝ)ακος, which will have given with metr. lengthening θόωκος. One further assumes the zero grade, resp. ō-grade of τί-θη-μι (as in θωμ-ός). This is impossible for *θαϜακ-ος. One explains further, with Schulze Q. 435, *θάϜακος as assimilated from *θόϜακος. This is most improbable. - Lit. dėveti `carry' (of clothes) etc.' (Bezzenberger BB 27, 179) is not connected. - Details on θᾶκος, θῶκος in Björck Alpha impurum 349ff. - The word must be Pre-Greek, as seen by Fur. 342; a suffix - ακ- is frequent in Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek, Suffixes); variation *θαϜ\/ θοϜ is normal (there is no need to assume a form *θωϜ); the form θοωκος requires *θοϜ-ᾱκ-ος).Page in Frisk: 1,647-648Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θᾶκος
-
87 διπλαξ
-
88 λιθαξ
-
89 ναοφυλαξ
-
90 οπισθοφυλαξ
-
91 Σαμοθραξ
-
92 στυραξ
I1) досл. нижний конец копья, перен. древко Plat.2) копье Xen., Plut.II1) растение, дающее благовонную смолу Her., Plut.2) благовонная смола, употреблявшаяся для курений Arst. -
93 Φαιαξ
III- ᾱκος ὅ Феак1) сын Эрасистрата, афинский оратор и политический деятель эпоха Пелопоннесской войны Thuc., Plut.2) зодчий в Агригенте Diod. -
94 φυλαξ
I1) несущий охрану, дозорный(ἄνδρες Hom.)
2) сторожевой, т.е. находящийся в охранении или резервный(λόχοι Xen.)
II1) страж, караульный, дозорный(φύλακά τινα ἐφιστάναι τινί Aesch.; φύλακα καταστῆσαι ἐν τῇ οἰκίᾳ Lys.)
φύλακες τοῦ σώματος Plat. — телохранители;φύλακες κατὰ τὰς πύλας Xen. — стража у ворот;ὅ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Plat. — тюремщик;οἱ ὄπισθεν φύλακες Xen. — тыловое охранение, арьергард2) защитник, блюститель, хранитель(τῆς χώρας Xen.)
φύλακα παιδὸς χρηΐζειν τινὰ γενέσθαι Her. — просить кого-л. присматривать за ребенком;φύλακες Ἀργείου δορός Eur. — защитники (Фив) от аргивской армии;φ. νόμων Plat. — блюститель (хранитель) законов3) исполнительφύλακες τοῦ παρ΄ αὐτοῖς δόγματος Plat. — те, кто проводит в жизнь собственный взгляд -
95 χρυσοφυλαξ
I(γρῦπες Her.)
χ. θύλακος Plut. — мешок для хранений золотаII- ᾰκος ὅ хранитель золота(τοῦ θεοῦ Eur.)
-
96 άκη
ἄκοςcure: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἄκοςcure: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἄ̱κη, ἀκέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀκέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἀκέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
97 ἄκη
ἄκοςcure: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἄκοςcure: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἄ̱κη, ἀκέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀκέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἀκέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
98 φέρω
φέρω (φέρεις, -ει, -οντι, -οισιν: φέρε, -έτω; -οις, -οι; -ων, -οις(α), -οισαν; -ειν: fut. οἴσει; -ειν: impf. (ἔ) φερε(ν), φέρομεν, φέρον: aor. ἔνεικ(ε), ἔνεικεν; ἐνεῖκαι: pf. ἤνεγκ(ε): med. & pass., φέρεται, -ονται; -εσθαι.)a bring, carryI lit.,Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.14
καὶ ἔνεικεν Λοκρῷ (sc. αὐτάν) O. 9.59πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.66
ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἄγγελίαν O. 14.21
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.3
καί ῥά μιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι P. 3.45
“ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.216
ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν (v. l. ἔνεγκέ) P. 9.6 “ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” (sc. Κυράναν) P. 9.53 “ παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ οἴσει” P. 9.61 ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθι- νον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) P. 10.48 ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ (supp. Bergk: om. codd.) N. 6.18 σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι, φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν (cf. P. 2.3) N. 8.14λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο (sc. Ζεύς) I. 8.21 ]φέρει λαιλ[α fr. 1a.ἐς Τροία[ν ] ἤνεγκε[ Pae. 6.76
τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.II met.ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.34
ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
μόχθος ἡσυχίαν φέρει, καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός, ἢ καρποῦ φθίσιν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου, of an eclipse of the sun)Πα.. 13. σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
III med. met., bring with oneφαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21
IV pass. met., be borne, uplifted ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10.bI bear, produce of land, simm.δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25
ὅσα ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν fr. 220. 3. met.,ἔργα δὲ ζώοισιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
II in general, give proof of, show, displayὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53
Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17
“ φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν” P. 4.102ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων P. 6.29
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν, λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ αἰνίξατο P. 8.38
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.54 τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον ( ἔχει λόγον Σ paraphr.) I. 8.61χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
c winἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64
καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε O. 9.98
Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21
d support, endureτὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν P. 3.82
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
e carry of seed, progenyκαὶ φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν P. 3.15
ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
“ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 19.f bear, maintainἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.70
ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (v. l. φέρεν) N. 7.39g bring (to bear)φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν O. 9.41
ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον N. 1.24
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28
χρὴ νιν (= ἀρετάν)εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόσμον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44
pass., εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν “verbreitet es sich,” Dornseiff P. 1.87 ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 1.h fragg. ]φέρεσθαι Pae. 2.43
φερον[ fr. 260. 13. ] ινελεων φέρων ?fr. 334b. 11. -
99 βώμαξ
A = βωμολόχος, Agath.2.30, EM199.2, Suid. -
100 κρῶμαξ
A heap of stones, = κλῶμαξ, Hsch.:—hence [full] κρωμᾰκόεις, = κρημνώδης, Id.; [full] κρωμᾰκωτός, ή, όν, Paphlagon. word, Eust. 330.40. [κρώμᾱξ, ᾱκος, acc. to Hdn. Gr. (?) in Philol.39.354.]
См. также в других словарях:
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] … Dictionary of Greek
πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek