-
121 πολύ-σκυλαξ
πολύ-σκυλαξ, ακος, mit vielen Hunden, Nonn. D. 18, 246.
-
122 πλούταξ
-
123 πληγή
πληγή, ἡ, Schlag, Hieb, Stoß, Wunde; πληγὴ ἐκ χειρός, Ggstz von ἀκόντισμα, Plut. Timol. 4; Hom. πληγῆς ἀΐοντες, von den Pferden, dem Peitschenschlage folgend, Il. 11, 532; ϑεοῠ πληγῇ δαμασϑείς 16, 816; καί σε πληγῇσιν ἱμάσσω, 15, 17; πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων, Od. 17, 283; von den Schlägen des Blitzstrahls, Hes. Th. 857; πλαγαὶ σιδάρου, Pind. P. 4, 246, beim Zimmern des Schiffes, vgl. Ol. 11, 38; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος, N. 3, 17; διανταίαν λέγεις πλαγάν, Aesch. Spt. 876; στονόεσσα πλαγά, Pers. 1010, u. öfter von Schlägen des Unglücks, wie Soph. σὲ δ' ὅταν Διὸς πληγὴ ἐπιβῇ, Ai. 137, vgl. 272; Eur. oft; εἰ ἐτελεύτησεν ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος, Plat. Legg. IX, 877 b; οἱ κάπροι οἱ πρὸς τὴν πληγὴν ὁμόσε ὠϑούμενοι, Euthyd. 294 d; πληγαῖς δοῦναι, Rep. IX, 574 c; πολλὰς πληγὰς μαστιγούσϑω, Legg. XI, 914 b; Folgende; περιπεσὼν βιαίοις, πληγαῖς, Pol. 3, 116, 9; auch = Niederlage, τηλικαύτῃ πληγῇ περιπεπτωκότες, 14, 9, 6, vgl. 1, 15, 2; Plut. u. Sp.
-
124 πολῑτο-φύλαξ
πολῑτο-φύλαξ, ακος, ὁ, der die Bürger bewacht, beobachtet, in Larissa die oberste Stadtbehörde, Arist. pol. 2, 8. 5, 6.
-
125 πλάταξ
πλάταξ, ακος, ὁ, der Fisch κορακῖνος, bei den Alexandrinern, ἀπὸ τοῦ περιέχοντος, Ath. VII, 309 a.
-
126 πλάξ
πλάξ, ακός, ἡ, jeder platte, flache, breite Körper, Fläche; πόντου, Meeresfläche, Pind. P. 1, 24; πελαγία, Ar. Ran. 1434; κενώσας πᾶσαν ἠπείρου πλάκα, Aesch. Pers. 704; Eum. 285; Soph. O. R. 1103 u. öfter, der auch die Unterwelt nennt τὰν παγκευϑῆ κάτω νεκρῶν πλάκα, O. C. 1560; auch von einer Bergfläche, Ai. 1199, u. von der Spitze eines Thurms, ἀπ' ἄκρας ἧκε πυργώδους πλακός, Trach. 272; oft bei Eur., δικόρυφον πλάκα Bacch. 307, σεμνὰς πλάκας ναίοντες ὀρέων 717. – Der Grabstein, ὑπὸ πλακὶ τέϑαμμαι, Ep. ad. 649 (VII, 324). – Der irreg. dat πλαγκταῖς od. πλακταῖς für πλαξί ist sehr zw. bei Orph.
-
127 πάπραξ
-
128 πάσσαξ
См. также в других словарях:
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] … Dictionary of Greek
πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek