-
101 στύραξ
A storax, Mnesim.4.62 (anap.), Arist.HA 534b25, Thphr.HP9.7.3, Dsc.1.66, Sor.2.29, Aret.CD1.2, PSI4.297.12 (v A.D.).II στύραξ, ὁ or ἡ, the tree producing this gum, Styrax officinalis, fem. in Hdt.3.107, masc. in Str.12.7.3, Plu.Lys.28.------------------------------------A spike at the lower end of a spear-shaft, X. HG6.2.19, Pl.La. 184a; shaft,ἀκοντίων Onos.10.4
(pl.). -
102 ψίλαξ
------------------------------------ -
103 πλίνθος
Grammatical information: f.Meaning: `brick, air brick, bakestone', metaph. `square building stone, metal ingot, abacus' (IA.).Compounds: Compp., e.g. πλινθο-φόρος `bearing bricks, brick-bearer' (Ar.), ἡμι-πλίνθ-ιον n. `ingot in the shape of half a brick' (Hdt., Att. inscr.).Derivatives: 1. Diminut.: πλινθ-ίον (Att.), - ίς f. (hell.), both mostly in metaph. special meanings; - άριον (LXX), - ίδιον (Iamb.). 2. Adj.: - ινος `made of bricks, of bricks' (IA.), - ικός `id.' (pap.), - ιακός `busy with bricks' (D. L.; after βιβλι-ακός, θηρι-ακός a.o.), - ωτός `brick-shaped' (Paul. Aeg.). 3. Subst.: - ῖτις f. `kind of στυπτηρία' (Gal.). 4. Adv.: - ηδόν `roofing tile-shaped' (Hdt.). 5. Verbs: πλινθ-εύω `to cut out bricks, to make bricks' (IA.) with - εία f., - εῖον n., - ευσις f., - ευμα n., - ευτής (hell.); - όομαι `to cover with bricks' (AP).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical expression of building with tiles and already for this reaon (cf. on κέραμος) as well as for the suffixe suspect of being a loan: Chantraine Form. 371, Güntert Labyrinth 22, Kretschmer Glotta 23, 12; on this Alessio Studi etr. 18, 139, Belardi Doxa 3, 218. On IE hypotheses s. Bq s. v., W.-Hofmann on 3. pila and later; also Lidén Stud. 18.Page in Frisk: 2,562-563Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλίνθος
-
104 προ-φύλαξ
-
105 πυργο-φύλαξ
πυργο-φύλαξ, ακος, ὁ, Thurmwächter, Aesch. Spt. 182.
-
106 πυῤῥο-κόραξ
πυῤῥο-κόραξ, ακος, ὁ, eine Rabenart mit röthlichem Schnabel, Plin. H. N. 10, 48.
-
107 πόρπᾱξ
πόρπᾱξ, ᾱκος, ὁ, die Handhabe, an der man den Schild faßte u. handhabte, wahrscheinlich ein metallner Ring, κρίκος, od. ein Riemen an der innern Wölbung des Schildes, der herausgenommen werden konnte (vgl. ὀχάνη); διὰ πολυῤῥάφου στρέφων πόρπακος ἑπτάβοιον ἄῤῥηκτον σάκος, Soph. Ai. 573, nach Schol. für ὄχανον gesetzt; ἐμβαλὼν πόρπακι χεῖρα, Eur. Hel. 1392 (bei dem es auch ein Theil des Pferdegeschirrs, wahrscheinlich der Kopfriemen ist, Rhes. 384); Ar. Equ. 846. 855. Einzeln noch bei Sp. (mit πόρπη zusammenhangend, w. m. s.)
-
108 πόρταξ
πόρταξ, ακος, ἡ, = πόρτις, junges Rind, Kalb, Il. 17, 4.
-
109 πύνδαξ
-
110 παρα-φύλαξ
παρα-φύλαξ, ακος, ὁ, Wächter, Beobachter, Sp.
-
111 παρα-θηκο-φύλαξ
παρα-θηκο-φύλαξ, ακος, ὁ, Wächter über ein Depositum, Sp.
-
112 πιστο-φύλαξ
πιστο-φύλαξ, ακος, Wächter, Wächterinn der Treue, Orph. H. 8, 17.
-
113 παιδο-φύλαξ
παιδο-φύλαξ, ακος, ὁ, Knabenwächter, Inscr. 2715.
-
114 παιδο-κόραξ
παιδο-κόραξ, ακος, ὁ, Knabenrabe, der Knaben gierig nachstellt, ϑυμός, Diosc. 3 (XII, 42).
-
115 παλαιστρο-φύλαξ
παλαιστρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Aufseher des Ringplatzes, Hippocr.
-
116 πλαγιο-φύλαξ
πλαγιο-φύλαξ, ακος, ὁ, der die Flanken des Heeres auf dem Marsche bewacht u. schützt, D. Sic. 19, 82.
-
117 πολυ-πῖδαξ
πολυ-πῖδαξ, ακος, mit vielen Quellen; Ἴδη, ll. 8, 47 u. öfter; Ap. Rh. 3, 883.
-
118 πολυ-άνθραξ
πολυ-άνθραξ, ακος, ὁ, ἡ, mit vielen Kohlen, Schol. Ar. Ach. 34 nennt so die Acharner.
-
119 πολυ-βῶλαξ
πολυ-βῶλαξ, ακος, = Folgendem, Stasin. bei Ath. VIII, 334 b, ἤπειρος.
-
120 πολυ-αῦλαξ
πολυ-αῦλαξ, ακος, von vielen Furchen, πεδίον, Apollnds. 5 (VI, 238).
См. также в других словарях:
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] … Dictionary of Greek
πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek