Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Ἀλφεόν

См. также в других словарях:

  • Ἀλφεόν — Ἀλφεός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαμαντορόας — ἀκαμαντορόας, ο (Α) εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα «ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + ῥέω] …   Dictionary of Greek

  • ευρυδίνης — εὐριδίνης και εὐρυδίνας, ὁ (Α) αυτός που σχηματίζει μεγάλη δίνη, αυτός που ρέει με μεγάλες δίνες («παρ εὐρυδίναν Ἀλφεόν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δίνη] …   Dictionary of Greek

  • ευρυρέων — εὐρυρέων, ουσα, ον (Α) αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + ρέων (< ρέω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»