-
1 Αβαι
-
2 Ἄβαι
-
3 Αβαιον
-
4 Ἄβαιον
-
5 Αβαις
-
6 Ἄβαις
-
7 Αβας
-
8 Ἄβας
-
9 Αβαίοις
-
10 Ἀβαίοις
-
11 Αβαίου
-
12 Ἀβαίου
-
13 Αβαίων
-
14 Ἀβαίων
-
15 Αβησι
-
16 Ἄβῃσι
-
17 περισσοσύλλαβος
περισσο-σύλλᾰβος, ον,A with a syllable more,γενική Id.Adv.166.26
, St.Byz. s.v. Φλεγύα. Adv. - βως Id. s.v. Ἄβαι, Sch. E.Or.18, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσοσύλλαβος
-
18 ἥβη
A youthful prime, youth,νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦ περ χαριέστατος ἥβη Od.10.279
, cf. Il.24.348; , cf. Hes.Th. 988;ἐρικυδής Il.11.225
, Hes.l.c.;πολυήρατος Od.15.366
, etc.; ἥβης μέτρον ἱκέσθαι or ἱκάνειν, = ἡβάσκειν, 11.317, 18.217, etc.;ἥβην πολυήρατον ἱκόμεθ' 15.366
, cf. Il.24.728; ἥβης ἀπόνασθαι, ταρπῆναι, 17.25, Od.23.212; ; θρέψασθαί τινα πρὸς ἥβην until manhood, Pl.Mx. 238b;μέχρι ἥβης Th.2.46
.b strength and vigour of youth, [δίσκον] ἀφῆκεν.. πειρώμενος ἥβης Il.23.432
;ἥβῃ τε πεποίθεα χερσί τ' ἐμῇσι Od.8.181
, cf. 16.174; : in pl., (lyr.).c as a legal term, ἥβη was the time before manhood, at Athens sixteen years of age, AB255.15; fourteen acc. to EM359.17, Harp. s.v. ἐπιδιετές; at Sparta eighteen, τὰ δέκα ἀφ' ἥβης (sc. ἔτη), i.e. men of twentyeight, X.HG2.4.32, 3.4.23; τὰ τετταράκοντα ἀφ' ἥ. ib.6.4.17; of women,ἐπεὶ δ' ἐς ἥβην ἦλθεν ὡραίαν γάμων E.Hel.12
.d of oxen,ἥβης μέτρον ἔχοντε Hes. Op. 438
; of the fresh skin of a snake, Nic.Th. 138.2 metaph., cheer, merriment, Pi.P.4.295;δαιτὸς ἥβη E.Cyc. 504
(lyr.); also, youthful fire, spirit, Pi.P.6.48. -
19 ἰσοσύλλαβος
ἰσοσύλλᾰβ-ος, ον,A having the same number of syllables, Plu.2.739a, Hermog.Id.1.12, A.D.Pron.11.8, etc. Adv.- βως St.Byz.
s.v. Ἄβαι, EM552.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοσύλλαβος
-
20 ἄβιν
Grammatical information: acc. m.\/f.?Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Compared with Lat. abies. Mayer KZ 66, 96f. assumes PIE * ab- `tree', in several Illyrian and Iranian names like Ἄβαι, Ἄβροι, Άβική = ` Υλαία (St. Byz.). If so, from a European non-IE language?Page in Frisk: 1,3Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄβιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἄβαι — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άβαι — Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Φωκίδας, κοντά στο σημερινό χωριό Έξαρχος της Λοκρίδας. O Παυσανίας αναφέρει ότι την ίδρυσε o Αργίτης Άβας, ενώ o Αριστοτέλης θεωρεί οικιστές της Θράκες, που πήγαν κατόπιν στην Εύβοια. Τη θεωρούσαν ιερή πόλη του… … Dictionary of Greek
Αβάι ή Μπαχρ-ελ Αζράκ ή Κυανούς Νείλος — Ποταμός (3.280 χλμ.) της Αφρικής, ένας από τους κυριότερους παραποτάμους του Νείλου. Οι πηγές του βρίσκονται σε ύψος 2.670 μ. σε αιθιοπικό έδαφος και η συμβολή του στον Νείλο, κοντά στο Χαρτούμ. Το πλάτος του κυμαίνεται από 10 έως 1.000 μ. Περνά… … Dictionary of Greek
АБЫ — • Άβαι или Άβαί, реже Άβα, древний город в северо восточной Фокиде, по дороге из Орхомена в Опунт, с знаменитым Аполлоновым храмом (Soph. Oed. R. 899); последний был разрушен сперва Ксерксом, а затем фиванцами в Фокейскую войну. Hdt.… … Реальный словарь классических древностей
Ἀβαίοις — Ἀβαί̱οις , Ἀβαῖος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀβαίου — Ἀβαί̱ου , Ἀβαῖος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀβαίων — Ἀβαί̱ων , Ἀβαῖος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄβαιον — Ἄβαῑον , Ἀβαῖος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄβαις — Ἄβαι fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄβῃσι — Ἄβαι fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Abae — (Ancient Greek: Ἄβαι , Abai), is an ancient town in the northeastern corner of Phocis, in Greece. It was famous in antiquity for its oracle of Apollo Abaeus,Citation last = Schmitz first = Leonhard author link = contribution = Abaeus editor last … Wikipedia