-
1 ερικυδής
-
2 ἐρικυδής
-
3 ἐρικυδής
1 illustriousἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον Pae. 5.39
-
4 ἐρικυδής
ἐρι-κῡδής, ές,A very famous, glorious, of gods and their descendants, Il. 14.327, Od.11.576, 631 ; of their gifts,θεῶν ἐ. δῶρα Il.3.65
, 20.265 ;ἥβη ἐ. 11.225
, Hes.Th. 988 ;νίκα B.12.190
: generally, ἐ. δαίς a splendid banquet, Il.24.802, Od.3.66, al.; of places and men, ἄστυ Orac. ap. Hdt.7.220 ;θεῶν ἐ. οἶκοι Theoc.17.108
; : [comp] Sup.-έστατος, Ἰάμβλιχος Eun.VS p.461
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρικυδής
-
5 ἐρικῦδής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρικῦδής
-
6 ερικυδή
ἐρικῡδῆ, ἐρικυδήςvery famous: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἐρικῡδῆ, ἐρικυδήςvery famous: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἐρικῡδῆ, ἐρικυδήςvery famous: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
7 ἐρικυδῆ
ἐρικῡδῆ, ἐρικυδήςvery famous: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἐρικῡδῆ, ἐρικυδήςvery famous: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἐρικῡδῆ, ἐρικυδήςvery famous: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
8 ερικυδέα
ἐρικῡδέα, ἐρικυδήςvery famous: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἐρικῡδέα, ἐρικυδήςvery famous: masc /fem acc sg (epic ionic) -
9 ἐρικυδέα
ἐρικῡδέα, ἐρικυδήςvery famous: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἐρικῡδέα, ἐρικυδήςvery famous: masc /fem acc sg (epic ionic) -
10 ερικυδές
ἐρικῡδές, ἐρικυδήςvery famous: masc /fem voc sgἐρικῡδές, ἐρικυδήςvery famous: neut nom /voc /acc sg -
11 ἐρικυδές
ἐρικῡδές, ἐρικυδήςvery famous: masc /fem voc sgἐρικῡδές, ἐρικυδήςvery famous: neut nom /voc /acc sg -
12 ερικυδέστατον
ἐρικῡδέστατον, ἐρικυδήςvery famous: masc acc superl sgἐρικῡδέστατον, ἐρικυδήςvery famous: neut nom /voc /acc superl sg -
13 ἐρικυδέστατον
ἐρικῡδέστατον, ἐρικυδήςvery famous: masc acc superl sgἐρικῡδέστατον, ἐρικυδήςvery famous: neut nom /voc /acc superl sg -
14 ερικυδών
-
15 ἐρικυδῶν
-
16 ερικυδέας
-
17 ἐρικυδέας
-
18 ερικυδέες
-
19 ἐρικυδέες
-
20 ερικυδέι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερικυδής — ἐρικυδής, ες (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλη δόξα, ο πολύ ένδοξος (ιδιαίτερα για θεούς και τους απογόνους τους) 2. λαμπρός, πλούσιος (α. «δαὶς ἐρικυδής» λαμπρό συμπόσιο, Ομ. Ιλ. β. «ἐρικυδέα δῶρα» πλούσια δώρα, Ομ. Ιλ.) 3. ο ακμαίος, ο γεμάτος ζωή… … Dictionary of Greek
ἐρικυδής — ἐρικῡδής , ἐρικυδής very famous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδῆ — ἐρικῡδῆ , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐρικῡδῆ , ἐρικυδής very famous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐρικῡδῆ , ἐρικυδής very famous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδέα — ἐρικῡδέα , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐρικῡδέα , ἐρικυδής very famous masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδές — ἐρικῡδές , ἐρικυδής very famous masc/fem voc sg ἐρικῡδές , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδέστατον — ἐρικῡδέστατον , ἐρικυδής very famous masc acc superl sg ἐρικῡδέστατον , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… … Dictionary of Greek
ἐρικυδέας — ἐρικῡδέας , ἐρικυδής very famous masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδέες — ἐρικῡδέες , ἐρικυδής very famous masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδέι — ἐρικῡδέϊ , ἐρικυδής very famous dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)