-
1 Αρχον
-
2 Ἄρχον
-
3 άρχον
ἄρχωto be first: pres part act masc voc sgἄρχωto be first: pres part act neut nom /voc /acc sgἄρχωto be first: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἄρχωto be first: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἄρχωνruler: masc voc sg -
4 ἄρχον
ἄρχωto be first: pres part act masc voc sgἄρχωto be first: pres part act neut nom /voc /acc sgἄρχωto be first: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἄρχωto be first: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἄρχωνruler: masc voc sg -
5 αρχόν
-
6 ἀρχόν
-
7 ἄρχω
Aἀρχέμεναι Il.20.154
: [tense] impf. ἦρχον ib.2.378, etc.; [dialect] Dor.ἆρχον Pi.O.10(11).51
: [tense] fut.ἄρξω Od.4.667
, A.Pr. 940, Th.1.144: [tense] aor. ἦρξα, [dialect] Ep.ἄρξα Od.14.230
, etc.: [tense] pf. ([place name] Thyatira), Decr. ap. Plu.2.851f:—[voice] Med., Od.8.90, etc.; non-thematic part.ἄρχμενος Call.Aet.3.1.56
, al.: [tense] impf., Il.9.93, Hdt.5.28: [tense] fut. ἄρξομαι (in med. sense, v. infr.) Il.9.97, E.IA 442, X.Cyr.8.8.2; [dialect] Dor.ἀρξεῦμαι Theoc.7.95
: [tense] aor.ἠρξάμην Od.23.310
, etc.:—[voice] Pass., [tense] pf. ἦργμαι only in med. sense, v. infr. 1.2: [tense] aor.ἤρχθην, ἀρχθῆναι Th.6.18
, Arist.Pol. 1277b13, v. infr.11.4:—to be first,I in Time, begin, make a beginning, [voice] Act. and [voice] Med. (in Hom. the [voice] Act. is more freq., in [dialect] Att. Prose the [voice] Med., esp. where personal action is emphasized), to be the aggressor,Th.
1.53; π. ἄρχεσθαι to begin one's operations, X.HG6.3.6; ἄρχειν τοῦ λόγου to open a conversation, Id.An.1.6.6; ἄρχεσθαι τοῦ λόγου to begin one's speech, ib.3.2.7. Constr.:1 mostly c. gen., make a beginning of,ἄρχειν πολέμοιο Il.4.335
;μύθων Od.3.68
;τῶν ἀδικημάτων πρῶτον τοῦτο ἄρξαι Hdt. 1.2
;ἦρξεν ἐμβολῆς A.Pers. 409
; τοῦ κακοῦ ib. 353; ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων, ἄρχειν τῆς πληγῆς, strike the first blow, Antipho 4.2.1 and 2:— in [voice] Med. in religious sense, = ἀπάρχεσθαι, ἀρχόμενος μελέων beginning with the limbs, Od.14.428, cf. E. Ion 651; but [voice] Act.,σπονδαῖσιν ἄρξαι Pi.I.6(5).37
.2 c. gen., begin from or with..,ἐν σοὶ μὲν λήξω σέο δ' ἄρξομαι Il.9.97
;ἄρχεσθαι Διός Pi.N.5.25
; πόθεν ἄρξωμαι; A.Ch. 855;πόθεν ποτὲ ἦρκται Hp. VM5
; ἄρχεσθαι, ἦρχθαι ἔκ τινος, Od.23.199, Hp.Off.11; ἀπό τινος freq. in Prose, ἀρξάμενοι αὐτίκα ἀπὸ παιδίων even from boyhood, Hdt.3.12; but more commonly ἐκ παίδων, ἐκ παιδός, etc., Pl.R. 408d, Thg. 128d:— ἀπό in non-temporal relations, ἀρξάμενος ἀπὸ σοῦ. i.e. including yourself, Pl.Grg. 471c, cf. D.18.297;ἀπὸ τῶν πατέρων X.Mem.3.5.15
; ; ἀφ' ἱερῶν ἠργμένη ἀρχή ib. 771a;ἀφ' Ἑστίας ἀρχόμενος Ar.V. 846
.3 c. gen. rei et dat. pers., ἄρχε θεοῖς δαιτός begin a banquet to the gods, Il.15.95;τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε 2.433
, etc.;τῇσι δὲ.. ἄρχετο μολπῆς Od.6.101
;ἦρξε τῇ πόλει ἀνομίας τὸ νόσημα Th.2.53
, cf. 12;τὴν ἡμέραν ἄρχειν ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι X.HG2.2.23
; .4 c. acc., ἄρχειν ὁδόν τινι, show him the way, Od.8.107 (but also ἄρχειν ὁδοῖο lead the way, 5.237): abs. (sc. ὁδόν), ἄρχε δ' Ἀθήνη 3.12
;σὺ μὲν ἄρχε Il.9.69
; ;ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἄρης 5.592
, cf. infr. 11.2: with other accusatives,ἄρχειν ὕμνον Pi.N.3.10
;ἅπερ ἦρξεν A.Ag. 1529
(lyr.);λυπηρόν τι S.El. 552
; .5 of actions,σέο δ' ἕξεται ὅττι κεν ἄρχῃ Il.9.102
: freq. c. inf., τοῖσιν δ' ἦρχ' ἀγορεύειν among them, Il.1.571, etc.; ἦρχε νέεσθαι, ἦρχ' ἴμεν, 2.84, 13.329;ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν Od.22.437
, etc.;ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Il.7.324
;ἤρξαντο οἰκοδομεῖν Th.1.107
;ἡ νόσος ἤρξατο γενέσθαι Id.2.47
: c. part., of continued action or condition,ἦρχον χαλεπαίνων Il.2.378
;ἢν ἄρξῃ ἀδικέων Hdt.4.119
;ἡ ψυχὴ ἄρχεται ἀπολείπουσα X.Cyr.8.7.26
;πόθεν ἂν ὀρθῶς ἀρξαίμεθα ἐπαινοῦντες; Pl.Mx. 237a
, cf. Tht. 187a (butἄ. ἐπαινεῖν Id.Phdr. 241e
);ἄρξομαι διδάσκων X.Cyr.8.8.2
(butἤρξω μανθάνειν Id.Mem.3.5.22
).6 abs., take the lead!Il.
9.69: generally, begin, ἄρχειν [τὴν ἐκεχειρίαν] τήνδε τὴν ἡμέραν Indut. ap. Th.4.118, cf. Lex ap.D.24.42; τὸ ἄρχον, opp. τὸ ἑπόμενον, Dam.Pr. 234: part. at first,X.
Eq.9.3, Cyn.3.8, Isoc.2.54; at the beginning,ἀρχομένου δὲ πίθου καὶ λήγοντος Hes.Op. 368
, cf. Fr.192.4; ;ἄρχεται ὁ πόλεμος ἐνθένδε Th.2.1
; ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ ibid.; θέρους εὐθὺς ἀρχομένου ib.47.II in point of Place or Station, rule, govern, command,1 mostly c. gen., rule, be leader of..,Βοιωτῶν Il.2.494
, cf. Hdt.5.1, etc.2 less freq. c. dat.,ἀνδράσιν ἦρξα Od.14.230
, cf. 471, Il.2.805, Pi.P.3.4, A.Pr. 940, E.Andr. 666, IA 337, IG7.2830 ([place name] Hyettus), etc.; also ἐν δ' ἄρα τοῖσιν ἦρχ' held command among them, Il.13.690, cf. Pl.Phdr. 238a: c. inf. added, ἄρχε Μυρμιδόνεσσι μάχεσθαι led them on to fight, Il.16.65.3 abs., rule, , cf. Pers. 774; esp. hold a magistracy, ; at Athens, etc., to be archon, D.21.178; ἀρχάς, ἀρχὴν ἄρχειν, Hdt.3.80, Th.6.54; ἄρχειν τὴν ἐπώνυμον (with or without ἀρχήν) IG3.659, 693, SIG872.7.4 [voice] Pass., with [tense] fut.ἄρξομαι Hdt.7.159
, Pi.O.8.45, A.Pers. 589, Lys.28.7; butἀρχθήσομαι Arist.Pol. 1259b40
, D.C.65.10:—to be ruled, governed, etc.,ὑπό τινος Hdt.1.127
; , Ant.63;ὑπό τινι Hdt.1.91
, 103;σφόδρα ὑπό τινος Lys.12.92
; ap.D.L.1.60, cf. Pl.Prt. 326d;δύνασθαι καὶ ἄρχεσθαι καὶ ἄρχειν Arist. Pol. 1277b14
; subjects,X.
An.2 6.19, etc. -
8 αἰετός
αἰετός (-ός, -οῦ, -όν; -οί, -ῶν)1 eaglea lit.,εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός P. 1.6
θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50
χρυσέων Διὸς αἰετῶν πάρεδρος ἱέρεα P. 4.4
θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο (sc. Ἀρκεσίλας.) P. 5.112ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῤόμβον ἴσχει I. 4.47
πέμψεν θεὸς ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
b pediment = ἀέτωμα, cf. O. 13.21 χρύσεαι δ' ἕξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (v. 1. ἀετοῦ. of the third temple of Apollo at Delphi.) Pae. 8.70c test. v. ὀμφαλός fr. 54. -
9 ἀρχός
1 leader, rulerαἰετὸς ἀρχὸς οἰωνῶν P. 1.7
οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον i. e. Hieron P. 1.73 ἀρχὸς ἐν πρύμνᾳ Jason P. 4.194 ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες sc.τοῦ Ἄργους N. 9.14
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ, πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων master sc. Helios O. 7.71 -
10 ἤτοι
1 = ἦ τοι, emphatic, introducing sentence.aἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13
ἤτοι μεταίξαις σε καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει N. 5.43
b ἤτοι καί. ἤτοικαὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84
ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς Pae. 4.21
υἱὲ Φιλάνορος, ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.13
cἤτοι μέν. ἤτοι Πίσα μὲν Διός O. 2.3
dἤτοι γε. ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.30
2 = ἤ τοιa in anacoluthon, alternative suppressed. ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος (others expll. ἦ τοι emphasizing σάμερον) P. 12.29bἤ ἤτοι. ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5
cf. Bekker, Anec. Gr., s. v. ἤτοι· οὐκ ἄρχον, ἀλλ' ὑποτασσόμενον. Πίνδαρος Θρήνοις fr. 138, quod ad N. 6.5 spectare censuit Boeckh, cll. Th. Mag., ecl., s. v. ἤτοι ( ἐν Πινδάρῳ ἅπαξ.) -
11 θεός
θεός (ὁ, ἡ; v. θεά: θελτ;γτ;ός, θεός, θεοῦ, θεοῖο, θεῷ, θεῷ, θεόν; θεοί, θεοί, θεῶν, θεων, θεοῖς, θεοῖσι, θεούς, θεοί.)1 god1 unspecified. ( Τάνταλος)θεοῖσι δεῖπνα παρέχων O. 1.39
θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται μερίμναισιν O. 1.106
ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν fate dispensed by god O. 2.21παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα O. 2.66
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.12
βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις at Olympia O. 5.5μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24
θεῶν κάρυκα Ἑρμᾶν O. 6.78
θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34
θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65
Τλαπολέμῳ ἵσταται ὥσπερ θεῷ πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.79
ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37
ἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.103
μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf. O. 5.5) O. 10.49 θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; O. 13.21Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν O. 13.52
τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παῤ ὅρκον κτίσιν O. 13.83
ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας ( θεοὶ etiam possis) O. 14.8θεῶν κρατίστου παῖδες O. 14.14
θεῶν πολέμιος, Τυφὼς P. 1.15
θεῶν παλάμαις P. 1.48
οὕτω δ' Ἱέρωνι θελτ;γτ;ὸς ὀρθωτὴρ πέλοι P. 1.56
θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται, θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.49
—50. χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93
εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι P. 3.110
“ σὺν τιμᾷ θεῶν” P. 4.51ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63
θεῷ πίσυνος P. 4.232
σὺν θεῶν τιμαῖς P. 4.260
εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν P. 5.25
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117
μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι P. 6.24
“ τύχᾳ θεῶν” P. 8.53θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.71
ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις P. 9.67
μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49
Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν P. 11.62
θεῶν βασιλέα N. 1.39
ὅταν θεοὶ ἐν πεδίῳ Φλέγρας Γιγάντεσσιν μάχαν ἀντιάζωσιν N. 1.67
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
βασιλῆα δὲ θεῶν N. 7.82
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7
Ἥβα καλλίστα θεῶν N. 10.18
ἐπεὶ τοῦτον ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.58
πολλὰ μὲν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν (i. e. Ἑστίαν) N. 11.6καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.39
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
Πηλέος ἥρωος, εὐδαίμονος γαμβροῦ θεῶν I. 6.25
δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5
χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.44
ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.10
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30
σὺν θεῶν δὲ αἴσᾳ (Boeckh: θεῶ codd.) I. 9.1θεοὶ συνετέλεσσαν Pae. 2.65
ἐν θεῶν ξενίᾳ at the Delphic Theoxenia Pae. 6.61Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94
]τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβ[ρο Pae. 15.7
δεῦτ ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 2. θεῶ[ν] Κυβέ[λαν] ματ[έρα (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα Ζεύς fr. 93. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 1. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebent codd. Plutarchi, non habet, ut vid., Π.) Θρ.. 1. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 3. τί θεός; fr. 140d.σὺν θεοῖς O. 8.14
σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I. 1.6
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.5
2 opposed to men, mortals.εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41
θεῶν δ' ἐφετμαῖς Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν P. 2.22
γόνον οὔτ' ἐν ἄνδρασι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
“ παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” P. 4.13 “ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 “ ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποις” P. 9.40θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ. εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.21
ἀρχαὶ δὲ βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς ( ἐκ θεῶν Σ: ?on analogy of ἄρχεσθαι) N. 1.9ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι. καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.5
ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ' ἀμάχανον εὑρέμεν Pae. 6.51
οὐ γάρ ἔσθ ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 5. ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον λτ;θεῷ> (add. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει (supp. Blass) ?fr. 333a. 4.3 specific gods.a Apollo.οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36
ὣς ἦρα θεὸς σάφα εἴπαις O. 8.46
φέροισα σπέρμα θεοῦ P. 3.15
ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.39
ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβία P. 9.13
κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας P. 10.33
θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46
καὶ τὸ μὲν διδότω θεός Pae. 2.54
Πάριος ἑ[καβόλος βροτη]σίῳ δέμαι θεός Pae. 6.80
ὤμοσε [γὰρ θ]εός Pae. 6.112
θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.3
his temple in Delphi:μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν N. 7.40
b Zeus.θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι P. 4.199
γνώτ ἀείδω θεῶ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται (οἶ pro θεῷ coni. Kayser) N. 10.31πέμψεν θεὸς ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.49
c Poseidon.τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86
θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων O. 6.101
ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν P. 2.12
( Ἰσθμός)ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
d Helios.καί ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν O. 7.60
e Dionysos. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν fr. 75. 9.f Herakles.ἥρως θεὸς N. 3.22
g goddesses, Kybele, Great Mother. μεγάλας θεοῦ κύνα Pan. fr. 96. 2.Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι P. 3.79
h Thetis.πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.34
i Honour, Aidos.κείνα θεός N. 9.36
k Athene.εὗρεν θεός P. 12.22
l Psamatheia.βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ, ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου N. 5.13
4 θεόθεν, from, inspired by heavenσύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8
θεόθεν ἐραίμαν καλῶν P. 11.50
5 frag. ]οι· θεῶν[ Pae. 4.17
-
12 μέγας
1 (μέγας, -αν, -άλοι, -άλων; -άλα, -άλας, -άλᾳ, -άλαν, -άλαι, -αλᾶν, -άλαις, -άλας; μέγα, μεγάλῳ, μέγα, μεγάλων, μεγάλα.)a great in size.I of people, animals.τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ N. 4.27
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
II of things,μέγαν ὄλβον O. 1.56
θό-ρυβον μέγαν O. 10.73
μεγάλας δρυός P. 4.264
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
]ἐσελθὼν μέγα[ (sc. στέγος, simm.) fr. 169. 18. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.bI of people, mighty, sovereign † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι ( ἐπ' ἄλλοισι coni. byz.) O. 1.113 πατὴρ μέγας (Π: γᾶς codd.: Kronos) O. 2.76 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας fr. 95. 3. μεγάλας θεοῦ Great Mother fr. 96. 1.II of things, greatμεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21
μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις O. 6.20
θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65
μεγάλαν ἀρετὰν O. 8.5
μέγα τοι κλέος αἰεὶ O. 8.10
μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν pr. weighty P. 1.87ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
ὁ μέγας πότμος P. 3.86
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ μεγαλᾶν πολίων” P. 4.19, P. 5.16 “ μεγάλας Λακεδαίμονος” P. 4.48 “ μεγάλαν προγόνων τιμὰν” P. 4.148 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν) P. 5.98Διός τοι νόος μέγας P. 5.122
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται (perhaps ἀπὸ κοινοῦ with ἁβρότατος and ἐλπίδος) P. 8.89 “ μεγάλαν δύνασιν” P. 9.30ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων pr. N. 1.6μεγάλων δ' ἀέθλων N. 1.11
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ταῖς μεγάλαις Ἀθήναις N. 2.8
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν N. 5.14
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς having made a proud claim N. 6.27ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
καὶ μέγα ἔργονἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
μεγάλαι δ' ἀρεταὶ I. 3.4
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ Δ. 1.. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς fr. 205.ὁ μέγας κίνδυνος O. 1.81
ἔπαθον μεγάλα O. 2.23
ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24
πεδὰ μέγαν κάματον P. 5.47
ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον N. 1.70
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Pae. 6.90
τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
IV frag. ] ιαντα μεγαν[ fr. 169. 14.2 comp., μείζων. (-ων, -ω; -ονα acc.) greaterκτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (pr.: v. von d. Mühll, M. H., 1963, 200) O. 7.53ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
] κε μεζον θε[ (Π̆{S}: μεγα Π.) P. Oxy. 2445, fr. 6.3 superl., μέγιστος. (-ῳ, -ον, -οι; -αν, -αις; -ον nom., acc., -α acc.)a of people, mightiest πατρὶ μεγίστῳ Zeus O. 10.45, cf. O. 9.61 Δαναῶν ἧσαν μέγιστοι <¯˘¯> the sons of Talaos N. 9.17 σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 4.b of things, preeminent, foremostἑορταῖς θεῶν μεγίσταις O. 5.5
τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69
τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64
τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστοι κλέος αὔξων pr. I. 7.29 ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (i. e. τοῦ μεγίστου, of Zeus) O. 9.61c fragg. ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3. ] μεγιστων[ fr. 215c. 2. -
13 οἰωνός
1 bird (of prey) τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (v. βασιλεύς, αἰετός) O. 13.21Διὸς αἰετός, ἀρχὸς οἰωνῶν P. 1.7
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
-
14 κύπτω
A (10.10): [tense] aor. ἔκυψα (v. infr.): [tense] pf.κέκῡφα Hp.Steril.217
:—bend forward, stoop,πλευρά, τά οἱ κύψαντι παρ' ἀσπίδος ἐξεφαάνθη Il.4.468
;ἔλαβεν.. κύψας ἐκ πεδίοιο 17.621
, cf. 21.69; ὁσσάκι γὰρ κύψει' ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων κτλ. Od.11.585;κ. ἐστὴν γῆν Hdt.3.14
;κάτω κ. Ar.V. 279
(lyr.), Thphr.Char.24.8; ;χαμᾶζε Plu.Ant.45
: freq. in [tense] aor. part. with another Verb, ἔθει κύψας ran with the head down, i.e. at full speed, Ar.Ra. 1091 (anap.);ὁμόσ' εἶμι κύψας Id.Ec. 863
; ; κύψας ἐσθίει eats stooping, i.e. greedily, Id. Pax33; sens. obsc., Hippon.22 Diehl.2 hang the head from shame, οὗτος, τί κύπτεις; Ar.Eq. 1354, Th. 930; or sorrow, Amphis 30.6, Euphro 1.27, or thought, Epicr.11.21, 23 (anap.).4 κύψαι, = ἀπάγξασθαι, Archil.35, cf. Phot.5 of animals, to be bowed forward, opp. the erect figure of man, Arist.PA 657a15; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε horns bent forward, of certain African oxen, Hdt.4.183;ἐπὴν ὁ στόμαχος [τῆς ὑστέρης] ἐς τὸν ἀρχὸν κεκύφῃ Hp.
l.c. -
15 παρακύπτω
A stoop sideways, of the attitude of a bad harp-player, Ar.Ach.16 ; lean over a railing, POxy.475.23 (ii A.D.).II stoop for the purpose of looking, and so,2 peep out of a door or window,ἐκ θυρίδος Ar.Th. 797
, cf. 799, V. 178 ;π. ὥσπερ γαλῆ Id.Ec. 924
; of girls peeping after a lover, Id. Pax 982, 985, Theoc.3.7 ;διὰ τῶν θυρίδων LXX Ca.2.9
; π. τὸν ἐραστὴν ἰδεῖν so as to see him, Plu.2.766d: metaph., σωτηρία παρέκυψε a hope of safety peeped out, Ar.Ec. 202 ; ὀδόντων παρακυψάντων, of the first teeth, Sor.1.118 : folld. by an interrog. clause, peep out and see,π. τίς ἄνεμος πνεῖ Arr.Epict.1.1.16
:— [voice] Pass., θυρίδες παρακυπτόμεναι prob. out of which people look, LXX 3 Ki.6.9(4).3 of persons outside a place, peep in, look in, εἰς οἰκίαν ib.Si. 21.23 ;παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον Ev.Jo.20.11
; παρακύψας βλέπει ib. 5, Ev.Luc.24.12 ;ὁ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον Ep.Jac.1.25
;π. εἰς τὰ ὑμέτερα Luc.Pisc.30
, cf. 1 Ep.Pet.1.12 ; of a thing, appear in,ἐς ἀρχόν Hp.Fist.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακύπτω
-
16 ποθέω
Aποθήμεναι Od.12.110
: [dialect] Ep. [tense] impf.πόθεον Il.2.726
, etc.; alsoποθέεσκον 1.492
, Call.in PSI9.1092.51: [tense] fut.ποθήσω X.Mem.3.11.3
, Oec.8.10, ([etym.] ἐπι-) Hdt.5.93; alsoποθέσομαι Lys.8.18
, Pl.Phd. 98a: [tense] aor. ἐπόθεσα, [dialect] Ep. πόθεσα, inf. ποθέσαι, Il.15.219, Od.2.375, 4.748, ([etym.] προ-) Gal.Thras. 29; , X.HG5.3.20, etc.; both forms in codd. of Hdt.,ἐπόθησε 3.36
,ἐπόθεσαν 9.22
; ἐπόθεσα also in codd. of Isoc.4.122, 19.7: [tense] pf.πεπόθηκα AP11.417
, S.E.M.11.139, etc.:— [voice] Med., S.Tr. 103(lyr.):—[voice] Pass., [tense] pf.πεπόθημαι Orph.H.81.3
, etc.: (cf. πόθος fin.):—long for, yearn after (what is absent), miss or regret (what is lost),φθινύθεσκε.. αὖθι μένων, ποθέεσκε δ' ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε Il.1.492
;πόθεόν γε μὲν ἀρχόν 2.703
;τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω Od.1.343
;π. στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς Pi.O.6.16
, cf. Hdt.3.36, 9.22, etc.;ἄνδρας πόλις ἥδε ποθεῖ IG12.945.10
; ;τὸν δ' ἐμὸν δῆμον ποθῶν Ar.Ach.33
;ποθεῖς τὸν οὐ παρόντα Id.Pl. 1127
; αἱ κνῆμαι.. σου.. τὰς πέδας π. ib. 276; ἡ χώρα αὐτὴ τὸ μὴ ὂν ποθήσει the place itself will miss what is absent, X.Oec.8.10;π. τὰς ἐν τῇ νεότητι ἡδονάς Pl.R. 329a
, cf. Ti. 19a, And. 1.70:—[voice] Pass., S.Tr. 632, etc.; ὦ ποθουμένη (sc. Εἰρήνη) Ar. Pax 586;ποθεῖκαὶ ποθεῖται Pl.Phdr. 255d
.2 of things, crave, require,τί γὰρ π. τράπεζα; E.Fr. 467
;π. ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε Pl.Smp. 204d
, cf. Prt. 352a.II c. inf., to be anxious to do, E.Hec. 1020, Antipho5.64, X.An.6.4.8; τὸ νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν my sickness needs to take thee.., S.Ph. 675; ἆρα ἔτι ποθοῦμεν μὴ ἱκανῶς δεδεῖχθαι; do we still feel that it has not been satisfactorily proved? Pl.Lg. 896a:—[voice] Pass., ποθεῖται.. λεχθῆναι requires to be stated, Arist.EN 1097b23.III abs., love with fond regret,οἱ δὲ ποθεῦντες ἐν ἤματι γηράσκουσι Theoc.12.2
, cf. Luc.Im.22, etc.3 [voice] Med. only in ib. 103(lyr.), ποθουμένα φρήν the longing soul, cf. Eust.806.56. -
17 προβαίνω
προβαίνω, [tense] fut. - βήσομαι: [tense] pf. - βέβηκα: [tense] aor. 2 προὔβην, imper. πρόβᾱ, Ar.Ach. 262, E.Alc. 872 (lyr.), pl.A (lyr.), E. HF 1047 (lyr.): Hom. has only [tense] pf. and [tense] pres. part. προβιβάς (as if from βίβημἰ, Il.13.18, but προβιβῶντα (- τἰ (as if from βιβάὠ ib. 807, al. codd. (v. infr.); imper.προβιβάσθων Hsch.
; part. προβάοντε, read by Aristarch. for προβοῶντε, Il.12.277;προβῶντες Cratin.126
:— step forward, advance, κραιπνά, κοῦφα ποσὶ προβιβάς, Il.13.18, 158, Od.17.27; τὸν δ' ὦκα προβιβάντα (- βιβῶντα codd.)πόδες φέρον 15.555
; ὑπασπίδια προβιβάντι (- βιβῶντι codd.) Il.13.807, cf. 16.609;π. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Arist.HA 604b5
: c. acc. cogn.,οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα π. E.Alc. 263
(lyr.); μέγα π. take a big stride forward, Hp.Art.60.b of hair, grow, Lib.Or.64.50.2 as a mark of Time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i.e. it is past midnight. Il.10.252; ἡ νὺξ π. the night is wearing fast, X.An.3.1.13: hence of Time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.3.53, 140; ; also τὰ μὲν προβέβηκεν the past, Thgn.583; προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου, Hdt.7.23, Plb.2.47.3;τοῦ κώθωνος εὖ μάλα προβεβηκότος Hegesand.21
; ἐκ τοῦ προβεβηκότος, e re nata, on the spur of the moment, Plb.7.12.2: of Age,προβήσεται ἡ ἡλικία X.Ap.6
; of persons, οἱ προβεβηκότες τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys.24.16, cf. D.S.12.18; π. τῶν ἡμερῶν, ταῖς ἡμέραις, LXX Jo.13.1, 23.1: abs.,οἱ π. Bato 7.9
, Luc.Nigr. 24;ἐπεὶ προέβη τοῖς ἔτεσιν Macho
ap.Ath.13.580c;προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Ev.Luc.1.7
, cf. 18;ἡλικίας εἰς τὸ πρόσθε π. Pl.Ep. 325c
;π. εἰς πεντήκοντα ἔτη D.C.68.4
(nisi leg. προεβεβιώκεἰ.3 metaph. of narrative, argument, action, events,μὴ πέρα προβῇς λόγου Cratin.66
;προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.1.5
;προβάς φησιν..
further on,Demetr.Lac.
Herc.1012.12, cf. Phld.Rh.1.87 S.;π. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς
went on..,Hdt.
6.75; προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῦον the nation was organized in a series of overlordships and mandates, Id.1.134; ;π. ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant. 853
(lyr.); ;ποῖ προβήσεται λόγος; E.Hipp. 342
;πέρας δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται; Id.Or. 511
, cf. 749;τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Id.Alc. 785
;μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν Id.Med. 907
;τὸ ἔθος ἐπὶ πολὺ προβαίνει Aeschin.1.179
: impers., εἰς τοῦτο προβέβηκε ὥστε.. it has gone so far that..,Pl.Lg. 839c; π. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, X.Ap.30;π. εἰς τοῦτο ἔχθρας ὥστε.. D.12.16
;εἰς ἀταξίαν Aeschin.3.38
;μέχρι τίνος Plb. 2.1.3
;ἐπὶ τὸ χεῖρον π. τὰ πράγματα Id.5.30.6
: in good sense, make progress,τοσοῦτον προβεβήκαμεν ὥστε.. Pl.Tht. 187a
; of an enterprise, prosper, succeed, BGU1209.10 (i B.C.), etc.II go before, i.e. be superior to, another,πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει Il.6.125
;κράτεϊ 16.54
, cf. 23.890; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε by might and awe he is over, i.e. rules, Trachis, Hes. Sc. 355, cf. Call. Epigr.1.5.III c. acc. rei, overstep, τέρμα προβάς Pi N.7.71.IV with acc. of the instrum. of motion,πόδα π. Thgn.283
; , cf. Luc.Hist. Conscr.29;προβὰς δὲ κῶλον E.Ph. 1412
;ἀρβύλαν προβάς Id.Or. 1470
(lyr.); προβεβήκασι τὰ ἀριστερά have their left legs foremost (v.l. προβεβλήκασι, v. προβάλλω A. Il.1), Arist.IA 706a7;προβὰς τὸν πόδα τὸν ἀριστερὸν καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβάς Poll.5.23
.V Causal, in [tense] fut. [voice] Act., move forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [pron. full] [ᾱ]; Pi.O.8.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβαίνω
-
18 ἐμφαίνω
A exhibit, display in,οἷον ἐν κατόπτρῳ Χρῴματα Pl.Ti. 71b
:— [voice] Pass., τὸ -όμενον μέλαν (in the moon) Stoic.2.199.2 exhibit, display,φαντασίαν μήκους Arist.Mu. 395b6
;τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος Plu.Alex.4
;εὐοδμίαν Thphr.CP6.5.2
, cf. 6.3.4 ([voice] Pass.);αἱρέσεις καὶ διαλήψεις Plb.3.31.8
;δυσχερασμόν Phld.Lib.p.80
.; οὐδὲν τοιοῦτον ἐμφαίνει presents no such appearance, Luc.DDeor.26.1;ἡ φροντὶς ἐ. τινὰ ψυχρότητα ἤθους Demetr.Eloc. 171
.3 indicate,ψυχρίαν Chrysipp.Stoic.3.50
;εὔνοιαν Plb.22.7.9
;ἐ. ὅτι.. D.S.1.87
, Plu.2.112f, al.;περί τινος ὡς περὶ ἰδίας Plb.3.23.5
.II [voice] Med. or [voice] Pass., with [tense] fut.ἐμφανήσομαι Phld.Lib.p.23
O.:1 to be seen in a mirror, reflected,ἐν ὕδασι ἢ ἐν κατόπτροις Pl.R. 402b
, al., cf. Arist.Mete. 345b26, APo. 98a27 (where ἠχεῖ and ἐμφαίνεται are quasi-impersonal), Thphr.Sens.27;ἐν Χαλκείῳ X.Smp.7.4
;τῷ εἴδει Plu.Alc.4
.2 become visible, to be manifested, X.Cyr.1.4.3;τὰ ἤθη τὰ ἐπὶ τοῦ προσώπου -όμενα Arist. Phgn. 806a30
, cf. LXXPs.79(80).2, etc.;ἐν ἅπασιν ἐμφαίνεται τὸ ἄρχον καὶ τὸ ἀρχόμενον Arist.Pol. 1254a30
; ἐμφαίνεται impers., it is manifest, Plu.2.953e:—also in [voice] Act.,ἐμφαίνει οὕτως Ceb.21
.3 to be exemplified or implied in..,ἐν τῇ κατηγορίᾳ τῇ τοιαύτῃ Arist.Metaph. 1028a28
; ἐνυπάρχειν καὶ ἐ. Id.de An. 413a15, EN 1096b22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφαίνω
-
19 ὀπάζω
Aὤπαζον Il.8.341
; [dialect] Ep.ὄπ- 16.730
: [dialect] Ep. [tense] fut.ὀπάσσω Od.8.430
,21.214 : [tense] aor.ὤπασα Il.13.416
, Hes.Th. 974, Pi.N.1.16, and Trag. (v. infr.); [dialect] Ep. and Lyr. also ὄπασσα, Od.10.204, Pi.I.7(6).38 :—[voice] Med., [tense] aor. ὠπασάμην, [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ὀπάσσατο Il.19.238
; [ per.] 2sg. subj.ὀπάσσεαι 10.238
:—[voice] Pass., only in [tense] pres. (v. fin.):—poet. Verb, perh. causal of ἕπομαι, make to follow, send with one, give as a companion or follower,ἐπεί ῥά οἱ ὤπασα πομπόν Il.13.416
; , cf. Od.9.90 ;ἅμ' ἡγεμόν' ἐσθλὸν ὄπασσον 15.310
; ; πολὺν δέ μοι ὤπασε λαόν, i. e. made me leader over many, Il.9.483, cf. Pi.N.1.16 ;ὦ Ζεῦ, γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος A.Th. 256
:—[voice] Med., bid another follow one, take with one, take as a companion,σὺ δὲ χείρον' ὀπάσσεαι Il.10.238
;Νέστορος υἷας ὀπάσσατο 19.238
;κήρυκά τ' ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον Od.10.59
:—Nic. uses the [voice] Med. in act. sense,σκολόπενδρα.. ὀπάζεται ἀνδράσι κῆρα Th. 813
: Hes. never has it in this sense.II also of things, make or give to be with a person, then simply, give, grant, τούτῳ.. Ζεὺς κῦδος ὀπάζει gives him glory to be with him, Il.8.141, cf. 17.566 ; κτήματα, ἀρετήν, κάλλος, ἀοιδήν, φῆμιν, ὀϊζύν, etc., freq. in Hom., Od.21.214, 13.45, Il.6.156, Od.8.498, 24.201, 23.210, al. ; πολλὰ γὰρ ὤπασε παιδί gave her as a portion, Il.22.51 ; τέλος ἐσθλὸν ὀ. grant a happy end, Hes.Op. 474 ; ὄλβον, ἄγρην, Id.Th. 420, 442 ;εὐδίαν ἐκ χειμῶνος ὀ. Pi.I.7(6).38
, al.;Ὕβρις.. πλοῦτον.. ἀλλότριον ὤπασεν B.14.60
;πῦρ ἐγώ σφιν ὤπασα A.Pr. 254
, cf. 8, 30, Pers. 762, Eu. 530 (lyr.) ; a few times in E., e. g. Med. 517, twice in Ar., Eq. 200 (mock heroic), Th. 973 (lyr.): with pleon. inf., Πατρόκλῳ.. κόμην ὀπάσαιμι φέρεσθαι, like δίδωμι ἔχειν, Il.23.151, cf. Pi.O.9.66 :—[voice] Med., take to yourself..,Nic.
Th.60, cf. 520.2 give besides something else, add,ἔργῳ δ' ἔργον ὄπαζε h.Merc. 120
;χάριν ἅμ' ὄπασσον ἀοιδῇ h.Hom.24.5
;μελέταν ἔργοις ὀ.
devote,Pi.
I.6(5).67 ; ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδι put the work of art on the shield, A.Th. 492.III press hard, chase,Ἕκτωρ ὤπαζε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς Il.8.341
; χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει ib. 103 ; πολὺν καθ' ὅμιλον ὀπάζων (sc. αὐτήν) 5.334, cf. 17.462 ; φόνια δ' ὤπασας λέχε' ἀπὸ γᾶς didst chase them away, E.El. 1192 (lyr.):—[voice] Pass., ποταμὸς.. ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ a torrent forced on by rain, Il.11.493.IV ὀπασθείς· ἐκ τῶν ὀπίσω δεθείς, καὶ ἐξαγκωνισθείς, Hsch. (but cf. ὀσταθείς Id.). (The relation to ἕπομαι, ὀπαδός, ὀπάων is uncertain.)
См. также в других словарях:
ἀρχόν — ἀρχός leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρχον — Ἄρχων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρχον — ἄρχω to be first pres part act masc voc sg ἄρχω to be first pres part act neut nom/voc/acc sg ἄρχω to be first imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἄρχω to be first imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἄρχων ruler masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Docibilis II of Gaeta — File:Gaeta Ducal Palace.jpg Ruins of the ducal palace of Docibilis II in Gaeta. In his last will (954) it was described as having rooms, corridors, baths, aviaries, kitchens and courtyards down to the sea. Docibilis II (Italian: Docibile) (c. 880 … Wikipedia
Chatalar Inscription — Copy of Chatalar Inscription in Pliska Museum The Chatalar Inscription is a medieval Greek inscribed text upon a column in the village of Chatalar (modern Han Krum, North East Bulgaria) by the Bulgarian Khan Omurtag (815 831). It was unearthed in … Wikipedia
Malamirovo Inscription — Malamirovo or Hambarli Inscription is a Bulgarian Greek inscription of around 813 AD, commemorating Bulgarian victories of Krum over the Byzantines, now preserved in the Varna Archaeological Museum. Contents 1 Text 1.1 Translation 2 See also … Wikipedia
PAPHLAGONIA — vulgo Roni Castaldo, Bolli aliis, regio Asiae minoris ad Pontum Euxinum, Galatiae pars Borealis Ptolemaeo inter Bithyniam ad Occidentem et Cappadociam ad Ortum Galatiâ ad Austrum cohaerente. Baudrando est, inter Pontum Euxinum ad boream et… … Hofmann J. Lexicon universale
προβαίνω — ΝΜΑ 1. βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ («προβαίνει εὐθέσι τοῑς σκέλεσι», Αριστοτ.) 2. (για τον χρόνο) παρέρχομαι 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οι προβεβηκότες άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένοι νεοελλ. 1. (με την πρόθεση σε)… … Dictionary of Greek
Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… … Dictionary of Greek
arhon — ÁRHON s.m. (înv.) Titlu de politeţe cu care se adresa cineva unui boier. [var.: árhonda s.m.] – Din ngr. árhon, árhondas. Trimis de baron, 21.01.2003. Sursa: DEX 98 árhon s. m. voc. sg. (un titlu de boierie) … Dicționar Român