-
1 άεν
-
2 ἄεν
-
3 ἀέν-ναος
-
4 ἌΩ
-
5 αιγληεις
(Ὄλυμπος Hom.; Κλάρος, Σελήνης πῶλοι HH.; κῶας, κόσμος Pind.; σώματα Eur.; χρυσός Plut.)
-
6 ανταεις
-
7 γαναεις
(γανάεντες θεούς Aesch. - v. l. γανάοντες)
-
8 διναεις
-
9 δινηεις
(Σκάμανδρος Hom.; ὕδωρ Eur.; ποταμός Plut.)
-
10 ελαιαεις
-
11 λαχναεις
-
12 λαχνηεις
1) косматый(Φῆρες Hom.)
2) покрытый волосами, волосатый(στήθεα Hom.; στέρνα Pind.)
3) щетинистый(δέρμα συός Hom.)
4) мохнатый, пушистый(ὄροφος Hom.)
-
13 μορφαεις
-
14 μορφηεις
-
15 νικαεις
-
16 νικηεις
-
17 πετραεις
-
18 πετρηεις
1) скалистый, утесистый, каменистый(Αὐλίς, Καλυδών, νῆσος Hom.)
2) выдолбленный в скале(γλάφυ Hes.)
-
19 πευκαεις
-
20 πευκηεις
1) сосновый(σκάφος Eur.)
π. Ἥφαιστος Soph. — сосновое пламя Гефеста2) пронзительный(ὀλολυγμός Aesch.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄεν — ἄω 1 blow imperf ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( … Dictionary of Greek
αιχμήεις — αἰχμήεις, εσσα, ῆεν (Α) (και δωρ. άεις, άεσσα, ᾱεν [αἰχμή] 1. ο οπλισμένος με δόρυ 2. αιχμηρός … Dictionary of Greek