-
1 άεν
-
2 ἄεν
-
3 αἰέναος
αἰένᾰος, ἀέναος,-ονa met., unending, continuous αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (Schroeder: ἀένναον codd.: ἀέναον Byz.) O. 14.12 καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις αἰενάου πυρός (Schr.: ἀένν- codd.: ἀέν- Byz.) P. 1.6 ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 4.b ever prepared καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις (Pauw: ἀενάοις codd.) N. 11.8c frag. ]ἀέναος ωσο[ Pae. 21.14
-
4 γαρύω
1 give voice; speak, sing (of) abs., or c. acc. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦτορ ( γαρύειν Hartung) O. 1.3 μαθόντες δὲ ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον ( γαρυέτων coni. Bergk: ἀντιβοῶντες paraphr.: αἰνίττεται Βακχυλίδην καὶ Σιμωνίδην. Σ.) O. 2.88μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων οὐ ψεύσομ O. 13.52
τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ P. 4.94
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (Wil.: γαρύετ codd.: γαρύεντ dett.: γαρύειν Hermann, qui post ἐμὸν distinxit) P. 5.72ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί N. 7.83
γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34
dub., ?c. acc. & inf., ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς, Ἀλκίμιδα, σέ γ' ἐπαρκέσαι κλειτᾷ γενεᾷ (Turyn: τό γ' ἐπάρκεσε codd.: v. ἐπαρκέω) N. 6.58 -
5 ἵημι
ῐημι ( ἵει impv.; ἱείς, ἱέντ(α), ἱέντες: impf. εσαν, ᾰεν: med. ἶέμενοι, cf. Ed. Hermann, Sprachwiss. Komm. zu ausgew. Stücken aus Hom., Heidelberg, 1965̆{2}, 26.)a act. let go, shootτίνα βάλλομεν ὀιστοὺς ἱέντες O. 2.90
πτερόεντα δ' ἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ ὀιστόν O. 9.11
ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον O. 13.94
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς N. 6.28
οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' λτ;ἐνγτ; δίσκοις ἵεν (loc. susp.) I. 1.25 ] ἱέντ' ε[ fr. 6a. f. met., utter,χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N. 8.49
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
b med. rush, push ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι ( ἱέμενοι edd. vulg.) P. 4.207 [c in tmesis, v. ἐνίημι.] -
6 ἀεί
ἀεί, Adv.A ever, always, Hom., etc.; with other specifications of time,ἐμμενὲς αἰεί Od.21.69
;συνεχὲς αἰ. 9.74
; ἀ. καθ' ἡμέραν, καθ' ἡμέραν ἀ., ἀ. καὶ καθ' ἡμέραν, ἀ. κατ' ἐνιαυτόν, ἀ. διὰ βίου, etc., Pl.Phd. 75d, etc.;ἀ. πανταχοῦ D.21.197
, cf. Ar.Eq..568; ;ἐνδελεχῶς ἀ. Men.521
; δεῦρ' ἀεί until now, E.Or. 1663, Pl.Lg. 811c; αἰεί κοτε, ποτε from of old, Hdt.1.58, Th.6.82;αἰ. δήποτε 1.13
; cf. εἰσαεί:—with the Art., ὁ ἀ. χρόνος eternity, Hdt.1.54, Pl.Phd. 103e, etc.; οἱ ἀ. ὄντες the immortals, X.Cyr.1.6.46, etc.:—but ὁ αἰ. βασιλεύων the king for the time being, Hdt.2.98;οἱ ἀ. δικάζοντες D. 21.223
; ὁ αἰ. ἐντὸς γιγνόμενος every one as he got inside, Th.4.68;τὸν ἀ. προστυχόντα D.21.131
; τοῖσι τούτων αἰ. ἐκγόνοισι to their descendants for ever, Hdt.1.105, cf. 3.83, etc.; in A.Pr. 937, θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀ., ἀεί is postponed metri gr.—Dialectic forms (cf. Hdn.Gr.1.497, Et.Gud.z):1 [full] αἰεί, [dialect] Ep., [dialect] Ion., Poet., and Early [dialect] Att. (cf. Marcellin.Vit. Thuc.52); found (beside ἀεί ) in [dialect] Att. Inscrr. to 361 B.C.2 [full] ἀεί [[pron. full] ᾰ three times in Hom., ᾱ?ἀείX [dialect] Att.] normal in [dialect] Att. Inscrr. from 361 B.C.3 [full] αἰέν, Il.1.290, al. ( ἆεν is v.l. in Il. 11.827), Pi.N.6.3, Sophr.90, A.Pr. 428, Ag. 891, S.Aj. 682.5 [dialect] Aeol. [full] αἶι( [full] ν), [full] ἄιν, Hdn.Gr.l.c.; cf.IG 9(2).461 (ἄϊν, Thess.), SIG58 (Milet.), and v. ἀϊπάρθενος, ἀείδασμος.6 [full] αἰέ, Hdn.Gr.l.c.7 [full] ἀέ, Pi.P.9.88, Pisand.11 ([etym.] ᾰἐ); cf. ἀέ-ναος.8 [dialect] Boeot. ἠί, Hdn. Gr.l.c.9 [dialect] Tarent. [full] αἰή, ibid.II τὸ ἀ. eternity,τὸ ἀ. τοῦτο οὐκ αἰώνιόν ἐστιν ἀλλὰ χρονικόν Procl.Inst. 198
. The statement of Harp. that ἀεί = ἕως in [dialect] Att. is based on misinterpretation of such phrases asἐς τόνδε αἰ. τὸν πόλεμον Th.1.18
. (αἰϝεί Epigr.Gr.742
, GDI60.31 (Cypr.), IG9(1).334.4 ([dialect] Locr.), cf. Lat. aevum.) -
7 ἄω
ἄω (A),A = ἄημι (q. v.), blow, only in [tense] impf. ἄεν, A.R.1.605, 2.1228.II = αὔω, ἰαύω, sleep, only in [tense] aor.,ἐνὶ κοίτη ἄεσα Od.19.342
;νύκτα μὲν ἀέσαμεν 3.151
; ἔνθα δὲ νύκτ' ἄεσαν ib. 490; [var] contr.,νύκτ' ἄσαμεν 16.367
.------------------------------------ἄω (B),------------------------------------Aἄσω Il.11.818
: [tense] aor. 1 subj.ἄσω 18.281
, inf. ἆσαι (v. infr.): [tense] aor. 2 subj. [ per.] 1pl.ἕωμεν 19.402
:—[voice] Med., [dialect] Ep. [ per.] 3sg. ; cf. ἆται· πληροῦται, Hsch.: [tense] fut.ἄσομαι Il.24.717
: [tense] aor.ἀσάμην 19.307
:—satiate, αἵματος ἆσαι Ἄρηα to give him his fill of blood, 5.289: but,II mostly intr., take one's fill of a thing,ἱεμένη χροὸς ἄμεναι 21.70
; λιλαιομένη χροὸς ἆσαι ib. 168, cf. 15.317;γόοιο μὲν ἔστι καὶ ἆσαι 23.157
:—[voice] Med.,ἄσεσθε κλαυθμοῖο 24.717
;ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦτορ 19.307
. (Root sā: s[schwa], cf. ἄ-ατος, ἅ-δην.)
См. также в других словарях:
ἄεν — ἄω 1 blow imperf ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( … Dictionary of Greek
αιχμήεις — αἰχμήεις, εσσα, ῆεν (Α) (και δωρ. άεις, άεσσα, ᾱεν [αἰχμή] 1. ο οπλισμένος με δόρυ 2. αιχμηρός … Dictionary of Greek