-
1 νικηεις
-
2 νικήεις
A conquering, AP 7.428.5 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικήεις
-
3 νικαεις
-
4 νικάεντα
νῑκά̱εντα, νικήειςconquering: neut nom /voc /acc pl (doric)νῑκά̱εντα, νικήειςconquering: masc acc sg (doric)
См. также в других словарях:
νικήεις — νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, εσσα, εν (Α) αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. ήεις / ᾱεις (πρβλ. φθογγ ήεις)] … Dictionary of Greek
νικάεντα — νῑκά̱εντα , νικήεις conquering neut nom/voc/acc pl (doric) νῑκά̱εντα , νικήεις conquering masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
νικάεις — νικάεις, εσσα, εν (Α) (δωρ. τ.) βλ. νικήεις … Dictionary of Greek