-
1 πευκαεις
-
2 πευκηεις
1) сосновый(σκάφος Eur.)
π. Ἥφαιστος Soph. — сосновое пламя Гефеста2) пронзительный(ὀλολυγμός Aesch.)
-
3 πευΐδας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πευΐδας
См. также в других словарях:
πευκάεις — εσσα, εν, Α βλ. πευκήεις … Dictionary of Greek
πευκήεις — και δωρ. τ. πευκάεις, εσσα, εν, Α 1. (για τόπο) γεμάτος πεύκα, πευκόφυτος («νῆσον πευκήεσσαν», Ορφ.) 2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου («πευκᾱεν σκάφος», Ευρ.) 3. πικρός, διαπεραστικός («πευκαεντ ὀλολυγμόν», Οππιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ … Dictionary of Greek