-
1 ἀέν-ναος
-
2 ἌΩ
См. также в других словарях:
ἄεν — ἄω 1 blow imperf ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( … Dictionary of Greek
αιχμήεις — αἰχμήεις, εσσα, ῆεν (Α) (και δωρ. άεις, άεσσα, ᾱεν [αἰχμή] 1. ο οπλισμένος με δόρυ 2. αιχμηρός … Dictionary of Greek